Αυτά είναι τα πιο εντυπωσιακά ελληνικά σπήλαια!!
Ημερομηνία: 20 Δεκεμβρίου 2013
Τα 12 πιο όμορφα σπήλαια της Ελλάδας...
Σπήλαιο Περάματος
Βρίσκεται μόλις 5 χλμ. από το κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων, στο δρόμο για Μέτσοβο, στο ομώνυμο προάστιο Πέραμα, επάνω στο λόφο Γορίτσα. Τα πόδια του λούζει η λίμνη Παμβώτιδα Ιωαννίνων, που έγινε ξακουστή με το θρύλο της Κυρά-Φροσύνης και του Αλή Πασά. Είναι το πιο μεγάλο σε έκταση σπήλαιο στην Ελλάδα 14,8 στρέμματα και το 6ο σε μήκος διαδρόμων 1.700 μ. Ανακαλύφθηκε το 1942 από το ζεύγος Πετρόχειλου. Οι εσωτερικοί του χώροι φωτίζονται με τρόπο καλλιτεχνικό και ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει, περπατώντας σε διάδρομο μήκους 1.000 περίπου μέτρων, τις ιριδίζουσες ανταύγειες των σταλακτιτών και σταλαγμιτών με τα περίεργα σχήματα.
Βρίσκεται στο νομό Λακωνίας, στην περιοχή της πανέμορφης Μάνης, λίγα χιλιόμετρα βόρεια από την κοινότητα του Πύργου Δυρού. Πρόκειται για το πιο όμορφο λιμναίο σπήλαιο στην Ελλάδα και στον κόσμο γενικά, αφού θεωρείται ως το πιο εντυπωσιακό ανάμεσα στα Παντιράκ της Νότιας Γαλλίας και τη Ζάιτα της Βηρυτού, δύο εκπληκτικά λιμναία σπήλαια. Μέχρι σήμερα είναι στις πρώτες θέσεις των ελληνικών σπηλαίων, με συνολικό μήκος διαδρομών (υποβρυχίων και χερσαίων) στα 14,5 χιλιόμετρα. Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από το υφάλμυρο νερό ενός υπόγειου ποταμού που εκβάλει στη θάλασσα. Αυτός ήταν και ο λόγος της ανακάλυψής του στις αρχές του 19ου αιώνα. Ρέει τόσο αργά που δύσκολα το καταλαβαίνεις. Τοπία με εντυπωσιακούς κρυστάλλους και πεντακάθαρα νερά συνθέτουν εκπληκτικές εικόνες. Είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, για τον εξαιρετικό του διάκοσμο και για το τεράστιο επιστημονικό και παλαιοντολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Ελάφια, ιπποπόταμοι, πάνθηρες, ύαινες και λέοντες είναι μερικά από τα ευρήματα που έχουν ανασυρθεί από τον πυθμένα στη διάρκεια ελληνικών αλλά και ξένων σπηλαίο-καταδυτικών αποστολών. Η διαδρομή, που κρατάει περίπου 45 λεπτά και έχει μήκος 3.100 μ., γίνεται με βάρκες, τις οποίες οδηγούν ντόπιοι ξεναγοί. Στο τέλος μένουν 300 μέτρα χερσαίου τμήματος, όπου ένας διάδρομος οδηγεί στη έξοδο περνώντας ανάμεσα από τους καταπληκτικούς σχηματισμούς του μοναδικού αυτού σπηλαίου.
Είναι ένα από τα πιο σημαντικά σπήλαια με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, της Μάνης αλλά και της Ελλάδας γενικότερα και βρίσκεται στον όρμο του Δυρού, 200 μέτρα απόσταση από το σπήλαιο Βλυχάδα. Πρόκειται για αρκετά μεγάλο σπήλαιο που στο παρελθόν υπήρξε κοίτη υπόγειου ποταμού. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1958 και από τότε έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για τα πολύ σημαντικά ευρήματα που έχουν βρεθεί μέσα του. Το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, αποθήκη αγαθών, εργαστήριο οικοτεχνικής δραστηριότητας, καθώς και ως χώρος ταφής και λατρείας νεκρών. Με βάση τις χρονολογήσεις και τη μελέτη των ευρημάτων το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε περίπου το 5300-3200 π.Χ. Μετά από ανασκαφές που γίνονται μέχρι και σήμερα, παρατηρήθηκαν ογκόλιθοι, άταφοι νεκροί και άλλα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα πως μια μεγάλη καταστροφή, πιθανότατα σεισμός, εγκλώβισε τους κατοίκους μέσα στο σπήλαιο στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. Πολλά εκθέματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης, αλλά και στο μικρό μουσείο που βρίσκεται στην είσοδο του σπηλαίου. Για να αξιοποιηθεί τουριστικά, το σπήλαιο υπέστη μεγάλες καταστροφές στο εσωτερικό του, αλλά κυρίως στην είσοδό του, κατά τη διάνοιξή της με χρήση δυναμίτη, που κατέστρεψε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Εδώ κι αρκετά χρόνια το σπήλαιο παραμένει κλειστό για τους επισκέπτες και για τους σπηλαιολόγους.
Το πανέμορφο αυτό σπήλαιο βρίσκεται κοντά στο χωριό Καστριά της Αχαΐας, 16,5 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στον ορεινό όγκο του Χελμού, σε υψόμετρο 800 μ. περίπου. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου ανέρχεται σε 500 μ., ενώ το συνολικό μήκος του είναι 2 χλμ. περίπου. Εκτός από τις μυστηριώδεις στοές, τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και τους σταλακτικούς σχηματισμούς, το σπήλαιο έχει κάτι το αποκλειστικά δικό του, που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια. Στο εσωτερικό του υπάρχουν 13 αλλεπάλληλες κλιμακωτές και μάλιστα σε τρία διαφορετικά επίπεδα λίμνες του, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο. Η τροφοδοσία τους γίνεται από εσωτερικές πηγές και από τα νερά της βροχής που μπαίνουν από τις σχισμές της οροφής του. Όταν η ροή του νερού είναι αυξημένη, δημιουργούνται φυσικοί μικροί καταρράκτες σε διάφορα σημεία του σπηλαίου φανερώνοντας πανέμορφες εικόνες. Το καλοκαίρι με την υποχώρηση των νερών, αναδεικνύονται φυσικές πέτρινες λεκάνες με δαντελωτούς σχηματισμούς και φυσικά φράγματα με το ύψος τους να ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα. Η είσοδος των επισκεπτών γίνεται από τεχνητή σήραγγα που τους οδηγεί στο δεύτερο όροφο στο «Θάλαμο των Νυχτερίδων» και στη συνέχεια στους άλλους θαλάμους. Η διάβαση των λιμνών γίνεται από υπερυψωμένες τεχνητές γεφυρούλες. Στον κάτω όροφο του σπηλαίου βρέθηκαν απολιθωμένα οστά ανθρώπου και διαφόρων ζώων, ανάμεσά τους και ιπποπόταμου. Το τμήμα αυτό προορίζεται για διεθνούς προβολής βιοσπηλαιολογικό εργαστήριο.
Το σπήλαιο βρίσκεται στο νομό Δράμας στο δήμο Προσοτσάνης, κοντά στο χωριό Κοκκινόγεια, σε τοποθεσία κατάφυτη από πλατάνια. Είναι ένα από τα ελάχιστα στην Ελλάδα που διασχίζεται από ποτάμι (Αγγίτη). Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος σπήλαιο της χώρας, μετά το σπήλαιο Δυρού, με μήκος 13 χλμ. και υψομετρική διαφορά 400 μέτρα. Έχει εξερευνηθεί σε βάθος 8,5 χλμ. από ομάδα Γάλλων σπηλαιολόγων. Από αυτά, περίπου 2,5 χλμ. είναι προσπελάσιμα, ενώ επισκέψιμα είναι τα πρώτα 500 μέτρα. Μέσα στο σπήλαιο με σταθερή θερμοκρασία 17ο C, στο διάκοσμό του κυριαρχούν οι λευκοί και ερυθρόμορφοι σταλακτίτες διαφόρων μορφών. Το σπήλαιο λέγεται και Μααρά, ονομασία η ετυμολογία της οποίας είναι είτε από τα αραβικά και σημαίνει μικρό σπήλαιο είτε από τα εβραϊκά που σημαίνει νερό από το βουνό. Στην περιοχή, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα παλαιολιθικά και παλαιοντολογικά, καθώς και ένα χαυλιόδοντα από μαμούθ, που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Δράμας. Στην έξοδο του ποταμού (είσοδος του σπηλαίου) υπάρχει υδροτροχός που λειτουργούσε από την τουρκοκρατία, για την ύδρευση των γύρω οικισμών. Το σύστημα τροχών κάλυψε τις ανάγκες υδροδότησης της περιοχής μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί μοναδικά είδη ψαριών, όπως η μπριάνα και το τυλινάρι και ένα μοναδικό είδος ημιδιάφανης πετροκαραβίδας.
Στην περιοχή Δρέπανο του Ακρωτηρίου, στο νομό Χανίων και έξω από τον κόλπο της Σούδας, βρίσκεται το σπήλαιο Ελεφάντων το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία από ψαροντουφεκά. Έχει διανοιχτεί σε Μεσοζωικούς ασβεστόλιθους. Η είσοδός του (πλάτους 9 μ. και ύψους 6,5 μ.) βρίσκεται σήμερα σε βάθος 10 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και συνεχίζει σε ένα τούνελ μήκους περίπου 40 μ., στο τέλος του οποίου ο δύτης αντικρίζει ένα μοναδικό θέαμα, μια σπηλιά πραγματικά τεράστια με 50 μ. μήκος, 50 μ. πλάτος και ύψος 6 μ. περίπου! Το υπόλοιπο τμήμα (μήκους 125 μ. και μέσου πλάτους 2 μ.), που αποτελεί και την κύρια αίθουσα, έχει, λόγω της μορφολογίας του, εν μέρει κατακλυστεί από ύδατα. Το βάθος του πυθμένα σε αυτή την αίθουσα κυμαίνεται από λίγα εκατοστά ως 4 μ., ενώ το ύψος της οροφής πάνω από την επιφάνεια του νερού ξεπερνά σε ορισμένα σημεία τα 10 μ. Ο διάκοσμος είναι πολύ πλούσιος σε όλο το σπήλαιο, τόσο πάνω από την επιφάνεια του νερού, όσο και κάτω από αυτή. Όλη η οροφή της σπηλιάς είναι γεμάτη από σταλακτίτες ενώ μέσα στο νερό υπάρχουν και πολλοί σταλαγμίτες, γεγονός που δηλώνει πως κάποτε το δάπεδο του σπηλαίου δεν καλυπτόταν από νερό! Το σημαντικότερο εύρημα εδώ ήταν ο εντοπισμός παλαιοντολογικού υλικού, το οποίο διαπιστώθηκε ότι αποτελείται κυρίως από οστά ελεφάντων και ένα πολύ μικρό ποσοστό από αρτιοδάκτυλα (Cervidae). Από τις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τμήματα του σκελετού των ελεφάντων, υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για νέο είδος, που ονομάστηκε elephas chaniensis. Το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο από τον σημερινό ελέφαντα και μικρότερο από τον πρόγονό του, τον antiquus. Η μελέτη των ιζημάτων (βιολογικών, κλαστικών και χημικών) δείχνει με βεβαιότητα ότι το σπήλαιο σε παλαιότερες εποχές ήταν στεγνό.
Βρίσκεται κοντά στο Ξυλόκαστρο του νομού Κορινθίας κι ανακαλύφθηκε το 1934 τυχαία από βοσκούς της περιοχής. Η θερμοκρασία του σπηλαίου και οι κλιματικές του συνθήκες ευνόησαν τη διατήρηση αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο. Η ποσότητα ειδωλίων πού βρέθηκαν μέσα σ' αυτό οδήγησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε ανασκαφική έρευνα, κατά την οποία βρέθηκαν πάρα πολλά αφιερώματα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται πολλά γυναικεία πήλινα ειδώλια, πού χρονολογούνται από τον 7ο έως το 2ο π.χ. αιώνα. Ένα κεφάλι ειδωλίου είναι στολισμένο με στεφάνι από παπαρούνες και ένα άλλο ειδώλιο παριστάνει γυναίκα έγκυο. Το πιο σημαντικό εύρημα, στο οποίο το σπήλαιο χρωστάει τη φήμη του, είναι 4 γραπτοί ξύλινοι πίνακες, μοναδικά δείγματα ζωγραφικής. Ο ένας διασώθηκε ολόκληρος, ενώ οι άλλοι τρεις αποσπασματικά. Από τις επιγραφές των πινάκων και τα αφιερώματα είναι φανερό ότι στο σπήλαιο λατρεύονταν οι Νύμφες, θεότητες τού τοκετού και κουροτρόφοι. Ειδώλια σατύρων που βρέθηκαν στο σπήλαιο επιβεβαιώνουν τη λατρεία τού Διόνυσου. Για αιώνες, οι υποψήφιες μητέρες της περιοχής έπαιρναν το δυσπρόσιτο μονοπάτι προς το σπήλαιο, για να εξευμενίσουν τις θεότητες με θυσίες και προσφορές. Το σπήλαιο είχε εγκαταλειφθεί απ' το 1934, αλλά πρόσφατα έγινε χαρτογράφηση του σπηλαίου.
Βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ. βόρεια του χωριού Κάψια και 15 χλμ. μακριά από την Τρίπολη, στο νομό Αρκαδίας και θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα σπήλαια στην Ελλάδα. Το σπήλαιο, γνωστό με το όνομα «καταβόθρες του Κάψια», ερευνήθηκε πρώτη φορά το 1887 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Αρχαία Μαντίνεια, και οι ειδικοί το έχουν κατατάξει στα 10 πιο αξιόλογα σπήλαια της Ελλάδας. Βρίσκεται στην περιφέρεια κλειστής λεκάνης του οροπεδίου της Μαντινείας και συνδέεται με το περίπλοκο γεωλογικό σύστημα από σπήλαια και φυσικές καταβόθρες που χαρακτηρίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Η πρώτη έρευνα του σπηλαίου έγινε το 1892 από ελληνογαλλική ομάδα σπηλαιολόγων. Έχει μήκος περίπου 380 μ. (αν και συνεχίζει μετά το τέλος του τουριστικού διαδρόμου) και η μέχρι σήμερα εξερευνημένη του έκταση είναι περίπου 6,5 στρέμματα. Αυτό που κάνει το σπήλαιο ξεχωριστό είναι ο διάκοσμός του, που αποτελεί ένα σπάνιο μεγαλειώδες θέαμα συνδυασμού χρωμάτων και σχεδίων. Πολύχρωμοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες δημιουργούν σχηματισμούς μοναδικής ομορφιάς, αλλά και εντυπωσιακές αντανακλάσεις στο εσωτερικό του σπηλαίου. Στο εσωτερικό του σπηλαίου βρέθηκαν ίχνη παλαιάς πλημμύρας και πλήθος από θραύσματα ανθρώπινων οστών και κρανίων, 40 περίπου ατόμων, κυρίως νεαρής ηλικίας, σκεπασμένα από λάσπη (πάχους 0,5 μ.) που σκεπάζει το πάτωμα του σπηλαίου. Το γεγονός αποδίδεται μάλλον σε ξαφνική πλημμύρα, που βρήκε το πλήθος μέσα στο σπήλαιο, πιθανόν ενώ τελούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Βρέθηκαν και λυχνάρια που ίσως ανήκουν στους ύστερους ελληνικούς χρόνους (4ος και 5ος αιώνας μ.Χ.). Ένας από τους χώρους του σπηλαίου της Κάψιας έχει το όνομα «η αίθουσα των θαυμάσιων», όπου παρουσιάζονται οι σπανιότεροι χρωματισμοί λιθωματικού υλικού από κάθε άλλο γνωστό ελληνικό σπήλαιο. Χρώματα εκρηκτικά, κόκκινα της φωτιάς και κίτρινα της ώχρας και πρασινογάλαζα, ανάμικτα με το κατάλευκο των σταλακτιτών, προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα φυσικής τέχνης.
Το σπήλαιο Αλιστράτης είναι ένα από τα ομορφότερα αλλά και μεγαλύτερα της χώρας. Βρίσκεται 6 χλμ. νοτιοδυτικά της ομώνυμης κωμόπολης και απέχει από τις Σέρρες 50 χλμ., από τη Δράμα 25 χλμ. και από την Καβάλα 55 χλμ. Είναι τουριστικά αξιοποιημένο και λειτουργεί όλες τις μέρες του χρόνου, αξίζει να σημειωθεί η πολύ όμορφη αισθητική του εξωτερικού χώρου και η άψογη διαχείριση από τους υπεύθυνους του σπηλαίου. Πιο συγκεκριμένα η θέση του σπηλαίου βρίσκεται στην περιοχή του Πετρωτού, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως γεωλογικός παράδεισος, αφού πολλά μεγάλα και μικρά σπήλαια υπάρχουν κάτω από την επιφάνειά του. Το σπήλαιο, εκτός από τον πλουσιότατο διάκοσμο που διαθέτει και εντυπωσιάζει, χαρακτηρίζεται και για το επίσης πλούσιο βιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Υπάρχουν 36 είδη μικροοργανισμών, όπως Δολιχόποδα, Μυριόποδα και ένα είδος πρωτόγνωρο που ζει μόνον εδώ, καθώς και 7 είδη νυχτερίδων και πολλοί μικροοργανισμοί. Ο τουριστικός διάδρομος είναι περίπου 1.000 μέτρα, ενώ συνολικά φτάνει τα 3.000 μέτρα. Το σπήλαιο είναι μια μοναδική εμπειρία για όποιον περάσει την πόρτα και βρεθεί σε αυτόν τον υπέροχο υπόγειο κόσμο της Αλιστράτης.
Γνωστό και ως σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα (από το ομώνυμο εκκλησάκι κοντά του), πλούσιο σε ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων, κατατάσσεται δεύτερο στο είδος του στην Ευρώπη. Βρίσκεται στο δήμο Βοιών, στο πρώτο «πόδι» της Πελοποννήσου, στην ανατολική απόληξη του Πάρνωνα, κοντά στη Νεάπολη. Είναι ένα από τα πιο όμορφα αξιοποιημένα σπήλαια, αρμονικά δεμένο με το φυσικό περιβάλλον. Η έκταση του σπηλαίου είναι 1,5 στρέμμα που χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Η τουριστική διαδρομή είναι 500 μέτρα και πολύ ευχάριστη. Η ιδιαιτερότητα του σπηλαίου είναι ο πολύ πυκνός διάκοσμος που διαθέτει. Ένα χαρακτηριστικό του σπηλαίου είναι ο έντονος κόκκινος χρωματισμός του, που οφείλεται στο εμπλουτισμένο πέτρωμα από οξείδια σιδήρου. Ανάμεσα στους τεράστιους κόκκινους και λευκούς καταρράκτες, τις γιγάντιες πολύσχημες κολώνες, τις κουρτίνες και τα σεντόνια που ξεχύνονται από την οροφή, φωλιάζουν χταπόδια, κοράλλια, ελεφαντάκια, μανιτάρια, πουλιά, εξωτικά φυτά και μνημειώδη πλάσματα. Με λίγη τύχη, ίσως συναντήσετε έναν ευγενή μόνιμο κάτοικο του σπηλαίου, το τυφλό και κουφό δολιχόποδο.
Από τη στιγμή που ανακαλύφτηκε τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον, όχι μόνο για το μέγεθος και την ομορφιά του, αλλά κυρίως για τα παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα που έκρυβε για χιλιάδες χρόνια. Από το 5000-3000 π.Χ., σύμφωνα με τους ειδικούς και τις χρονολογήσεις των ευρημάτων, το σπήλαιο χρησιμοποιείτο περιστασιακά από ανθρώπους και ζώα ως καταφύγιο και εποχική κατοικία. Σημαντικά ευρήματα, όπως τμήματα ανθρώπινων κρανίων, υπολείμματα φωτιάς, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, καμένα κόκαλα ζώων αλλά και λίθινα και οστέινα εργαλεία μαρτυρούν το ρόλο του σπηλαίου στην εξελισσόμενη ιστορία του ανθρώπου στη Ελλάδα. Βρίσκεται στη θέση Πετρωτό, πολύ κοντά στο σπήλαιο της Αλιστράτης, με απόσταση ανάμεσά τους, περίπου 800 μέτρα. Είναι ένα επίπεδο σπήλαιο με 400 μέτρα μήκος, πλούσιο διάκοσμο και με τους χαρακτηριστικούς ογκώδεις σταλακτίτες του να εντυπωσιάζουν από την πρώτη κιόλας αίθουσα. Οι αρχαιολογικές έρευνες κρατούν σήμερα το σπήλαιο σφραγισμένο μέχρι να ολοκληρωθούν οι ανασκαφές.
Βρίσκεται στην Καστοριά και είναι ένα από τα πιο σύγχρονα σπήλαια στα Βαλκάνια, εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανακύκλωσης του αέρα και διατήρησης της ισορροπίας του κλίματος. Μεταξύ των άλλων, στο σπήλαιο έχει εγκατασταθεί ηλεκτρονικό σύστημα που ελέγχει τη μετακίνηση των βράχων στο εσωτερικό της ώστε να υπάρχει ανά πάσα στιγμή ενημέρωση για τις γεωλογικές μεταβολές. Έχουν φτιαχτεί ειδικές διαδρομές κατάλληλα διαμορφωμένες με σεβασμό προς το περιβάλλον και μια πλωτή γέφυρα από την οποία μπορεί κανείς να δει τις 7 λίμνες που υπάρχουν μέσα στη σπηλιά. Είναι το μοναδικό σπήλαιο στην Ελλάδα με λίμνες γλυκού νερού κι αυτό λόγω της εγγύτητας με τη λίμνη της Καστοριάς. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1940 από κατοίκους της Καστοριάς και πήρε το όνομά της από την είσοδό της που έχει τη μορφή στόματος δράκου. Ακολούθησαν διάφορες χαρτογραφήσεις και εξερευνήσεις του σπηλαίου, ενώ η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης του χώρου της εισόδου έγινε το 1985. Επίσης, μέσα στη σπηλιά ανακαλύφθηκαν οστά αρκούδας των σπηλαίων, η ηλικία των οποίων εκτιμάται σε 10.000 χρόνια.
Σπήλαιο Περάματος
Βρίσκεται μόλις 5 χλμ. από το κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων, στο δρόμο για Μέτσοβο, στο ομώνυμο προάστιο Πέραμα, επάνω στο λόφο Γορίτσα. Τα πόδια του λούζει η λίμνη Παμβώτιδα Ιωαννίνων, που έγινε ξακουστή με το θρύλο της Κυρά-Φροσύνης και του Αλή Πασά. Είναι το πιο μεγάλο σε έκταση σπήλαιο στην Ελλάδα 14,8 στρέμματα και το 6ο σε μήκος διαδρόμων 1.700 μ. Ανακαλύφθηκε το 1942 από το ζεύγος Πετρόχειλου. Οι εσωτερικοί του χώροι φωτίζονται με τρόπο καλλιτεχνικό και ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει, περπατώντας σε διάδρομο μήκους 1.000 περίπου μέτρων, τις ιριδίζουσες ανταύγειες των σταλακτιτών και σταλαγμιτών με τα περίεργα σχήματα.
Βλυχάδα Δυρού
Βρίσκεται στο νομό Λακωνίας, στην περιοχή της πανέμορφης Μάνης, λίγα χιλιόμετρα βόρεια από την κοινότητα του Πύργου Δυρού. Πρόκειται για το πιο όμορφο λιμναίο σπήλαιο στην Ελλάδα και στον κόσμο γενικά, αφού θεωρείται ως το πιο εντυπωσιακό ανάμεσα στα Παντιράκ της Νότιας Γαλλίας και τη Ζάιτα της Βηρυτού, δύο εκπληκτικά λιμναία σπήλαια. Μέχρι σήμερα είναι στις πρώτες θέσεις των ελληνικών σπηλαίων, με συνολικό μήκος διαδρομών (υποβρυχίων και χερσαίων) στα 14,5 χιλιόμετρα. Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από το υφάλμυρο νερό ενός υπόγειου ποταμού που εκβάλει στη θάλασσα. Αυτός ήταν και ο λόγος της ανακάλυψής του στις αρχές του 19ου αιώνα. Ρέει τόσο αργά που δύσκολα το καταλαβαίνεις. Τοπία με εντυπωσιακούς κρυστάλλους και πεντακάθαρα νερά συνθέτουν εκπληκτικές εικόνες. Είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, για τον εξαιρετικό του διάκοσμο και για το τεράστιο επιστημονικό και παλαιοντολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Ελάφια, ιπποπόταμοι, πάνθηρες, ύαινες και λέοντες είναι μερικά από τα ευρήματα που έχουν ανασυρθεί από τον πυθμένα στη διάρκεια ελληνικών αλλά και ξένων σπηλαίο-καταδυτικών αποστολών. Η διαδρομή, που κρατάει περίπου 45 λεπτά και έχει μήκος 3.100 μ., γίνεται με βάρκες, τις οποίες οδηγούν ντόπιοι ξεναγοί. Στο τέλος μένουν 300 μέτρα χερσαίου τμήματος, όπου ένας διάδρομος οδηγεί στη έξοδο περνώντας ανάμεσα από τους καταπληκτικούς σχηματισμούς του μοναδικού αυτού σπηλαίου.
Αλεπότρυπα Δυρού
Είναι ένα από τα πιο σημαντικά σπήλαια με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, της Μάνης αλλά και της Ελλάδας γενικότερα και βρίσκεται στον όρμο του Δυρού, 200 μέτρα απόσταση από το σπήλαιο Βλυχάδα. Πρόκειται για αρκετά μεγάλο σπήλαιο που στο παρελθόν υπήρξε κοίτη υπόγειου ποταμού. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1958 και από τότε έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για τα πολύ σημαντικά ευρήματα που έχουν βρεθεί μέσα του. Το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, αποθήκη αγαθών, εργαστήριο οικοτεχνικής δραστηριότητας, καθώς και ως χώρος ταφής και λατρείας νεκρών. Με βάση τις χρονολογήσεις και τη μελέτη των ευρημάτων το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε περίπου το 5300-3200 π.Χ. Μετά από ανασκαφές που γίνονται μέχρι και σήμερα, παρατηρήθηκαν ογκόλιθοι, άταφοι νεκροί και άλλα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα πως μια μεγάλη καταστροφή, πιθανότατα σεισμός, εγκλώβισε τους κατοίκους μέσα στο σπήλαιο στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. Πολλά εκθέματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης, αλλά και στο μικρό μουσείο που βρίσκεται στην είσοδο του σπηλαίου. Για να αξιοποιηθεί τουριστικά, το σπήλαιο υπέστη μεγάλες καταστροφές στο εσωτερικό του, αλλά κυρίως στην είσοδό του, κατά τη διάνοιξή της με χρήση δυναμίτη, που κατέστρεψε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Εδώ κι αρκετά χρόνια το σπήλαιο παραμένει κλειστό για τους επισκέπτες και για τους σπηλαιολόγους.
Σπήλαιο Λιμνών
Το πανέμορφο αυτό σπήλαιο βρίσκεται κοντά στο χωριό Καστριά της Αχαΐας, 16,5 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στον ορεινό όγκο του Χελμού, σε υψόμετρο 800 μ. περίπου. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου ανέρχεται σε 500 μ., ενώ το συνολικό μήκος του είναι 2 χλμ. περίπου. Εκτός από τις μυστηριώδεις στοές, τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και τους σταλακτικούς σχηματισμούς, το σπήλαιο έχει κάτι το αποκλειστικά δικό του, που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια. Στο εσωτερικό του υπάρχουν 13 αλλεπάλληλες κλιμακωτές και μάλιστα σε τρία διαφορετικά επίπεδα λίμνες του, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο. Η τροφοδοσία τους γίνεται από εσωτερικές πηγές και από τα νερά της βροχής που μπαίνουν από τις σχισμές της οροφής του. Όταν η ροή του νερού είναι αυξημένη, δημιουργούνται φυσικοί μικροί καταρράκτες σε διάφορα σημεία του σπηλαίου φανερώνοντας πανέμορφες εικόνες. Το καλοκαίρι με την υποχώρηση των νερών, αναδεικνύονται φυσικές πέτρινες λεκάνες με δαντελωτούς σχηματισμούς και φυσικά φράγματα με το ύψος τους να ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα. Η είσοδος των επισκεπτών γίνεται από τεχνητή σήραγγα που τους οδηγεί στο δεύτερο όροφο στο «Θάλαμο των Νυχτερίδων» και στη συνέχεια στους άλλους θαλάμους. Η διάβαση των λιμνών γίνεται από υπερυψωμένες τεχνητές γεφυρούλες. Στον κάτω όροφο του σπηλαίου βρέθηκαν απολιθωμένα οστά ανθρώπου και διαφόρων ζώων, ανάμεσά τους και ιπποπόταμου. Το τμήμα αυτό προορίζεται για διεθνούς προβολής βιοσπηλαιολογικό εργαστήριο.
Πηγών Αγγίτη ή Μααρά
Το σπήλαιο βρίσκεται στο νομό Δράμας στο δήμο Προσοτσάνης, κοντά στο χωριό Κοκκινόγεια, σε τοποθεσία κατάφυτη από πλατάνια. Είναι ένα από τα ελάχιστα στην Ελλάδα που διασχίζεται από ποτάμι (Αγγίτη). Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος σπήλαιο της χώρας, μετά το σπήλαιο Δυρού, με μήκος 13 χλμ. και υψομετρική διαφορά 400 μέτρα. Έχει εξερευνηθεί σε βάθος 8,5 χλμ. από ομάδα Γάλλων σπηλαιολόγων. Από αυτά, περίπου 2,5 χλμ. είναι προσπελάσιμα, ενώ επισκέψιμα είναι τα πρώτα 500 μέτρα. Μέσα στο σπήλαιο με σταθερή θερμοκρασία 17ο C, στο διάκοσμό του κυριαρχούν οι λευκοί και ερυθρόμορφοι σταλακτίτες διαφόρων μορφών. Το σπήλαιο λέγεται και Μααρά, ονομασία η ετυμολογία της οποίας είναι είτε από τα αραβικά και σημαίνει μικρό σπήλαιο είτε από τα εβραϊκά που σημαίνει νερό από το βουνό. Στην περιοχή, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα παλαιολιθικά και παλαιοντολογικά, καθώς και ένα χαυλιόδοντα από μαμούθ, που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Δράμας. Στην έξοδο του ποταμού (είσοδος του σπηλαίου) υπάρχει υδροτροχός που λειτουργούσε από την τουρκοκρατία, για την ύδρευση των γύρω οικισμών. Το σύστημα τροχών κάλυψε τις ανάγκες υδροδότησης της περιοχής μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί μοναδικά είδη ψαριών, όπως η μπριάνα και το τυλινάρι και ένα μοναδικό είδος ημιδιάφανης πετροκαραβίδας.
Σπήλαιο Ελεφάντων
Στην περιοχή Δρέπανο του Ακρωτηρίου, στο νομό Χανίων και έξω από τον κόλπο της Σούδας, βρίσκεται το σπήλαιο Ελεφάντων το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία από ψαροντουφεκά. Έχει διανοιχτεί σε Μεσοζωικούς ασβεστόλιθους. Η είσοδός του (πλάτους 9 μ. και ύψους 6,5 μ.) βρίσκεται σήμερα σε βάθος 10 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και συνεχίζει σε ένα τούνελ μήκους περίπου 40 μ., στο τέλος του οποίου ο δύτης αντικρίζει ένα μοναδικό θέαμα, μια σπηλιά πραγματικά τεράστια με 50 μ. μήκος, 50 μ. πλάτος και ύψος 6 μ. περίπου! Το υπόλοιπο τμήμα (μήκους 125 μ. και μέσου πλάτους 2 μ.), που αποτελεί και την κύρια αίθουσα, έχει, λόγω της μορφολογίας του, εν μέρει κατακλυστεί από ύδατα. Το βάθος του πυθμένα σε αυτή την αίθουσα κυμαίνεται από λίγα εκατοστά ως 4 μ., ενώ το ύψος της οροφής πάνω από την επιφάνεια του νερού ξεπερνά σε ορισμένα σημεία τα 10 μ. Ο διάκοσμος είναι πολύ πλούσιος σε όλο το σπήλαιο, τόσο πάνω από την επιφάνεια του νερού, όσο και κάτω από αυτή. Όλη η οροφή της σπηλιάς είναι γεμάτη από σταλακτίτες ενώ μέσα στο νερό υπάρχουν και πολλοί σταλαγμίτες, γεγονός που δηλώνει πως κάποτε το δάπεδο του σπηλαίου δεν καλυπτόταν από νερό! Το σημαντικότερο εύρημα εδώ ήταν ο εντοπισμός παλαιοντολογικού υλικού, το οποίο διαπιστώθηκε ότι αποτελείται κυρίως από οστά ελεφάντων και ένα πολύ μικρό ποσοστό από αρτιοδάκτυλα (Cervidae). Από τις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τμήματα του σκελετού των ελεφάντων, υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για νέο είδος, που ονομάστηκε elephas chaniensis. Το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο από τον σημερινό ελέφαντα και μικρότερο από τον πρόγονό του, τον antiquus. Η μελέτη των ιζημάτων (βιολογικών, κλαστικών και χημικών) δείχνει με βεβαιότητα ότι το σπήλαιο σε παλαιότερες εποχές ήταν στεγνό.
Σπήλαιο Πιτσών
Βρίσκεται κοντά στο Ξυλόκαστρο του νομού Κορινθίας κι ανακαλύφθηκε το 1934 τυχαία από βοσκούς της περιοχής. Η θερμοκρασία του σπηλαίου και οι κλιματικές του συνθήκες ευνόησαν τη διατήρηση αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο. Η ποσότητα ειδωλίων πού βρέθηκαν μέσα σ' αυτό οδήγησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε ανασκαφική έρευνα, κατά την οποία βρέθηκαν πάρα πολλά αφιερώματα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται πολλά γυναικεία πήλινα ειδώλια, πού χρονολογούνται από τον 7ο έως το 2ο π.χ. αιώνα. Ένα κεφάλι ειδωλίου είναι στολισμένο με στεφάνι από παπαρούνες και ένα άλλο ειδώλιο παριστάνει γυναίκα έγκυο. Το πιο σημαντικό εύρημα, στο οποίο το σπήλαιο χρωστάει τη φήμη του, είναι 4 γραπτοί ξύλινοι πίνακες, μοναδικά δείγματα ζωγραφικής. Ο ένας διασώθηκε ολόκληρος, ενώ οι άλλοι τρεις αποσπασματικά. Από τις επιγραφές των πινάκων και τα αφιερώματα είναι φανερό ότι στο σπήλαιο λατρεύονταν οι Νύμφες, θεότητες τού τοκετού και κουροτρόφοι. Ειδώλια σατύρων που βρέθηκαν στο σπήλαιο επιβεβαιώνουν τη λατρεία τού Διόνυσου. Για αιώνες, οι υποψήφιες μητέρες της περιοχής έπαιρναν το δυσπρόσιτο μονοπάτι προς το σπήλαιο, για να εξευμενίσουν τις θεότητες με θυσίες και προσφορές. Το σπήλαιο είχε εγκαταλειφθεί απ' το 1934, αλλά πρόσφατα έγινε χαρτογράφηση του σπηλαίου.
Σπήλαιο Κάψια
Βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ. βόρεια του χωριού Κάψια και 15 χλμ. μακριά από την Τρίπολη, στο νομό Αρκαδίας και θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα σπήλαια στην Ελλάδα. Το σπήλαιο, γνωστό με το όνομα «καταβόθρες του Κάψια», ερευνήθηκε πρώτη φορά το 1887 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Αρχαία Μαντίνεια, και οι ειδικοί το έχουν κατατάξει στα 10 πιο αξιόλογα σπήλαια της Ελλάδας. Βρίσκεται στην περιφέρεια κλειστής λεκάνης του οροπεδίου της Μαντινείας και συνδέεται με το περίπλοκο γεωλογικό σύστημα από σπήλαια και φυσικές καταβόθρες που χαρακτηρίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Η πρώτη έρευνα του σπηλαίου έγινε το 1892 από ελληνογαλλική ομάδα σπηλαιολόγων. Έχει μήκος περίπου 380 μ. (αν και συνεχίζει μετά το τέλος του τουριστικού διαδρόμου) και η μέχρι σήμερα εξερευνημένη του έκταση είναι περίπου 6,5 στρέμματα. Αυτό που κάνει το σπήλαιο ξεχωριστό είναι ο διάκοσμός του, που αποτελεί ένα σπάνιο μεγαλειώδες θέαμα συνδυασμού χρωμάτων και σχεδίων. Πολύχρωμοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες δημιουργούν σχηματισμούς μοναδικής ομορφιάς, αλλά και εντυπωσιακές αντανακλάσεις στο εσωτερικό του σπηλαίου. Στο εσωτερικό του σπηλαίου βρέθηκαν ίχνη παλαιάς πλημμύρας και πλήθος από θραύσματα ανθρώπινων οστών και κρανίων, 40 περίπου ατόμων, κυρίως νεαρής ηλικίας, σκεπασμένα από λάσπη (πάχους 0,5 μ.) που σκεπάζει το πάτωμα του σπηλαίου. Το γεγονός αποδίδεται μάλλον σε ξαφνική πλημμύρα, που βρήκε το πλήθος μέσα στο σπήλαιο, πιθανόν ενώ τελούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Βρέθηκαν και λυχνάρια που ίσως ανήκουν στους ύστερους ελληνικούς χρόνους (4ος και 5ος αιώνας μ.Χ.). Ένας από τους χώρους του σπηλαίου της Κάψιας έχει το όνομα «η αίθουσα των θαυμάσιων», όπου παρουσιάζονται οι σπανιότεροι χρωματισμοί λιθωματικού υλικού από κάθε άλλο γνωστό ελληνικό σπήλαιο. Χρώματα εκρηκτικά, κόκκινα της φωτιάς και κίτρινα της ώχρας και πρασινογάλαζα, ανάμικτα με το κατάλευκο των σταλακτιτών, προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα φυσικής τέχνης.
Σπήλαιο Αλιστράτης
Το σπήλαιο Αλιστράτης είναι ένα από τα ομορφότερα αλλά και μεγαλύτερα της χώρας. Βρίσκεται 6 χλμ. νοτιοδυτικά της ομώνυμης κωμόπολης και απέχει από τις Σέρρες 50 χλμ., από τη Δράμα 25 χλμ. και από την Καβάλα 55 χλμ. Είναι τουριστικά αξιοποιημένο και λειτουργεί όλες τις μέρες του χρόνου, αξίζει να σημειωθεί η πολύ όμορφη αισθητική του εξωτερικού χώρου και η άψογη διαχείριση από τους υπεύθυνους του σπηλαίου. Πιο συγκεκριμένα η θέση του σπηλαίου βρίσκεται στην περιοχή του Πετρωτού, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως γεωλογικός παράδεισος, αφού πολλά μεγάλα και μικρά σπήλαια υπάρχουν κάτω από την επιφάνειά του. Το σπήλαιο, εκτός από τον πλουσιότατο διάκοσμο που διαθέτει και εντυπωσιάζει, χαρακτηρίζεται και για το επίσης πλούσιο βιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Υπάρχουν 36 είδη μικροοργανισμών, όπως Δολιχόποδα, Μυριόποδα και ένα είδος πρωτόγνωρο που ζει μόνον εδώ, καθώς και 7 είδη νυχτερίδων και πολλοί μικροοργανισμοί. Ο τουριστικός διάδρομος είναι περίπου 1.000 μέτρα, ενώ συνολικά φτάνει τα 3.000 μέτρα. Το σπήλαιο είναι μια μοναδική εμπειρία για όποιον περάσει την πόρτα και βρεθεί σε αυτόν τον υπέροχο υπόγειο κόσμο της Αλιστράτης.
Σπήλαιο Καστανιάς
Γνωστό και ως σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα (από το ομώνυμο εκκλησάκι κοντά του), πλούσιο σε ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων, κατατάσσεται δεύτερο στο είδος του στην Ευρώπη. Βρίσκεται στο δήμο Βοιών, στο πρώτο «πόδι» της Πελοποννήσου, στην ανατολική απόληξη του Πάρνωνα, κοντά στη Νεάπολη. Είναι ένα από τα πιο όμορφα αξιοποιημένα σπήλαια, αρμονικά δεμένο με το φυσικό περιβάλλον. Η έκταση του σπηλαίου είναι 1,5 στρέμμα που χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Η τουριστική διαδρομή είναι 500 μέτρα και πολύ ευχάριστη. Η ιδιαιτερότητα του σπηλαίου είναι ο πολύ πυκνός διάκοσμος που διαθέτει. Ένα χαρακτηριστικό του σπηλαίου είναι ο έντονος κόκκινος χρωματισμός του, που οφείλεται στο εμπλουτισμένο πέτρωμα από οξείδια σιδήρου. Ανάμεσα στους τεράστιους κόκκινους και λευκούς καταρράκτες, τις γιγάντιες πολύσχημες κολώνες, τις κουρτίνες και τα σεντόνια που ξεχύνονται από την οροφή, φωλιάζουν χταπόδια, κοράλλια, ελεφαντάκια, μανιτάρια, πουλιά, εξωτικά φυτά και μνημειώδη πλάσματα. Με λίγη τύχη, ίσως συναντήσετε έναν ευγενή μόνιμο κάτοικο του σπηλαίου, το τυφλό και κουφό δολιχόποδο.
Σπήλαιο του Ορφέα
Από τη στιγμή που ανακαλύφτηκε τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον, όχι μόνο για το μέγεθος και την ομορφιά του, αλλά κυρίως για τα παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα που έκρυβε για χιλιάδες χρόνια. Από το 5000-3000 π.Χ., σύμφωνα με τους ειδικούς και τις χρονολογήσεις των ευρημάτων, το σπήλαιο χρησιμοποιείτο περιστασιακά από ανθρώπους και ζώα ως καταφύγιο και εποχική κατοικία. Σημαντικά ευρήματα, όπως τμήματα ανθρώπινων κρανίων, υπολείμματα φωτιάς, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, καμένα κόκαλα ζώων αλλά και λίθινα και οστέινα εργαλεία μαρτυρούν το ρόλο του σπηλαίου στην εξελισσόμενη ιστορία του ανθρώπου στη Ελλάδα. Βρίσκεται στη θέση Πετρωτό, πολύ κοντά στο σπήλαιο της Αλιστράτης, με απόσταση ανάμεσά τους, περίπου 800 μέτρα. Είναι ένα επίπεδο σπήλαιο με 400 μέτρα μήκος, πλούσιο διάκοσμο και με τους χαρακτηριστικούς ογκώδεις σταλακτίτες του να εντυπωσιάζουν από την πρώτη κιόλας αίθουσα. Οι αρχαιολογικές έρευνες κρατούν σήμερα το σπήλαιο σφραγισμένο μέχρι να ολοκληρωθούν οι ανασκαφές.
Σπήλαιο Δράκου
Βρίσκεται στην Καστοριά και είναι ένα από τα πιο σύγχρονα σπήλαια στα Βαλκάνια, εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανακύκλωσης του αέρα και διατήρησης της ισορροπίας του κλίματος. Μεταξύ των άλλων, στο σπήλαιο έχει εγκατασταθεί ηλεκτρονικό σύστημα που ελέγχει τη μετακίνηση των βράχων στο εσωτερικό της ώστε να υπάρχει ανά πάσα στιγμή ενημέρωση για τις γεωλογικές μεταβολές. Έχουν φτιαχτεί ειδικές διαδρομές κατάλληλα διαμορφωμένες με σεβασμό προς το περιβάλλον και μια πλωτή γέφυρα από την οποία μπορεί κανείς να δει τις 7 λίμνες που υπάρχουν μέσα στη σπηλιά. Είναι το μοναδικό σπήλαιο στην Ελλάδα με λίμνες γλυκού νερού κι αυτό λόγω της εγγύτητας με τη λίμνη της Καστοριάς. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1940 από κατοίκους της Καστοριάς και πήρε το όνομά της από την είσοδό της που έχει τη μορφή στόματος δράκου. Ακολούθησαν διάφορες χαρτογραφήσεις και εξερευνήσεις του σπηλαίου, ενώ η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης του χώρου της εισόδου έγινε το 1985. Επίσης, μέσα στη σπηλιά ανακαλύφθηκαν οστά αρκούδας των σπηλαίων, η ηλικία των οποίων εκτιμάται σε 10.000 χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου