Μπάρα: Ο δρόμος του αγοραίου έρωτα στην Θεσσαλονική!!
Στα κρεβάτια τους, ξάπλωσε κάθε «καρυδιάς καρύδι». Εκεί, στην Μπάρα, όπως λέγανε την περιοχή με τα στάσιμα νερά οι Τούρκοι, νεαρές ή και πιο μεγάλες κοπέλες εξασκούσαν με κάθε προφύλαξη, το επάγγελμα της πορνείας. Η περιοχή μεταξύ των οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου, που έφτανε μέχρι τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, ήταν σαν μια μικρή αυτόνομη πολιτεία μέσα στην Θεσσαλονίκη. Κοντά στο λιμάνι και τη βασική πύλη εισόδου της πόλης, για να μην ενοχλεί τα παλιά χάνια ή καπηλειά, να μην σκανδαλίζει την κοινωνία και κυρίως να εξυπηρετεί στα γρήγορα.
Ταξιδιώτες, στρατιώτες, ναυτικοί, πλούσιοι, φτωχοί, Έλληνες και ξένοι, καλοί και υπόκοσμος, «αγόραζαν» καθημερινά, στα μπορντέλα της Μπάρας, την απόλαυση του σεξ.
Και φυσικά, όπως πάντα, «τα λεφτά μπροστά».
Η Μπάρα γνώρισε μεγάλες στιγμές, σε δύο περιόδους. Η πρώτη ήταν από το 1912 ως το 1918, όπου οι κοπέλες που δούλευαν εκεί, εκπροσωπούσαν σχεδόν κάθε κομμάτι της πολυ - εθνοτικής Θεσσαλονίκης. Λέγεται, ότι κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η αμαρτωλή Μπάρα ήταν η μεγαλύτερη πιάτσα στην Ευρώπη, αριθμώντας περισσότερες από 1.500 πόρνες! Η δεύτερη, τη δεκαετία του '40, όπου στα τέλη, τα περισσότερα σπίτια έκλεισαν.
Η φήμη της γειτονιάς του πληρωμένου έρωτα ήταν ξακουστή σε όλη την Ελλάδα.
Στη οδό Αφροδίτης, τα πορνεία-καμαρούλες ήταν κοντά το ένα στο άλλο. Σχεδόν όλα μονοόροφα.
Εκεί, οι περισσότερες πόρνες είχαν και το νοικοκυριό τους.
Κάποια καμαράκια είχαν επιπλέον μια μικρή κουζίνα, ή ένα ακόμη μικρό δωμάτιο. Στην πόρτα του κάθε «ατομικού» πορνείου καθόταν η μία και μοναδική εργάτρια του σ3ξ. Όταν η κοπέλα είχε πελάτη, τραβούσε την πόρτα. Θραύση έκαναν Ουγγαρέζες και Πολωνές πόρνες. Υψηλού επιπέδου ήταν επίσης οι Σμυρνιές και οι Βολιώτισσες.
Οι διάλογοι, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, «Το Μπουρδέλο», ήταν αν μη τι άλλο κλασικοί.
«Όταν ό διαβάτης πλησίαζε, ή πόρνη του έλεγε γλυκά-γλυκά:
Έλα, λεβέντη μου, καί θά σού κάνω όλα τά γούστα μ" ένα πενηντάρικο!
Όταν ό διαβάτης (δισταχτικά) προσπερνούσε, ή πόρνη άρχιζε τήν μειοδοσία: έλα, κούκλε μου, μέ οχτώ ταλιράκια!
Κι όταν ό διαβάτης έπιανε νά απομακρύνεται, ή πόρνη τού έκραζε ξοπίσω του: Νά ρε μ@λ@κ@! Τι νόμιζες; Εσένα περίμενα εγώ;».
Η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος
Τα κορίτσια έπρεπε να έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Για την έκδοση, απαιτούνταν η έγκριση της Επιτροπής προς καταπολέμηση των αφροδίσιων νόσων. Έτσι, περνούσαν συνεχώς εξετάσεις. Πριν από τη σύσταση της επιτροπής, τον έλεγχο έκαναν στρατιωτικοί γιατροί, για να αποφύγουν τη μετάδοση σύφιλης στους στρατιώτες. Αρκετές είχαν διαλέξει μόνες τους, το «σπίτι» που θα δούλευαν. Άλλες έμεναν μαζί, σε σπίτια «νταβατζήδων» και δούλευαν εκεί. Και κάποιες δούλευαν μόνες. Όσες ασκούσαν την πορνεία στην Μπάρα περιστασιακά, έπρεπε να ανακοινώνουν στην αστυνομία σε ποιο στέκι θα δούλευαν.
Οι τσατσάδες
Θρυλικές τσατσάδες της περιοχής, λέγεται ότι ήταν η Μαντάμ Κλεοπάτρα, η Ζιζέλ η Εβραία, και η Αμαλία. Η τελευταία μάλιστα, δεν σήκωνε πολλά. Όταν κάποιος ήταν αθυρόστομος, αυτή με χιούμορ και πολλά κοσμητικά επίθετα, τον «στόλιζε» καταλλήλως. Γνωστή για τη δράση της ήταν και η Μαντάμ Δέδε, που δούλευε στην οδό Αγγελάκη. Τα κορίτσια της ήταν μόνο Μικρασιάτισες και η σχέση της με τις Αρχές στενότατη. Ήταν κουμπάρα του αρχηγού της Αστυνομίας και συχνά «έδινε» μέλη του υποκόσμου.
Υπήρχαν όμως και κανονικά σπίτια στην Μπάρα. Ανάμεσα στις οικείες του πληρωμένου έρωτα, ζούσαν και οικογένειες. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων με ξαναμμένους εραστές, η επιγραφή στην πόρτα ήταν σαφής. «Προσοχή οικογένεια». Στον δρόμο αυτό, η πράξη δεν κόστιζε ακριβά. Το ίδιο και στη Βάκχου, ή την Οδυσσέως. Σχεδόν τα μισά λεφτά, από ότι πλήρωναν στα δύο πολυόροφα «σπίτια» της οδού Ειρήνης. Εκεί, για να καταλήξουν στο κρεβάτι κάποια κοπέλας που νοίκιαζε δωμάτιο, περνούσαν πρώτα από τη διευθύντρια του οίκου! Παρών, φυσικά, στο χώρο και ο μπράβος. Την περιθωριακή περιοχή πλαισίωναν καφενέδες, ταβερνάκια και τεκέδες.
Ο νταβατζής Άλκης Πετσάς
Τον έλεγχο της περιοχής και των «σπιτιών» είχαν οι νταβατζήδες. Αν μια κοπέλα δεν ήταν συνεργάσιμη, κατέληγε σε ένα δρομάκι με το πρόσωπο «τσαλακωμένο». Αυτοί, σε συνεργασία με τις τσατσάδες, έστελναν κορίτσια και σε αριστοκράτες της Θεσσαλονίκης, για ιδιωτική «περιποίηση». Ο «βασιλιάς της Μπάρας» ήταν ο Άλκης Πετσάς. Γεννημένος στον Βόλο και μεγαλωμένος στην Πόλη, ήξερε καλά τους κανόνες του παιχνιδιού και τον τρόπο να επιβληθεί με τους μαχαιροβγάλτες του, στην περιθωριακή συνοικία. Σύχναζε στο καφενείο του στην οδό Αφροδίτης, από όπου παρακολουθούσε τους πάντες και τα πάντα. Αν κάποιοι ήταν «άτακτοι», ο Πετσάς το κανόνιζε. Είχε καταφέρει να «μην κουνιέται φύλλο» στην Μπάρα. Αν και βοηθούσε τους φτωχούς, ήταν μισητό πρόσωπο στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης, καθώς η δράση του δεν περιοριζόταν μόνο στην πορνεία.
Η δολοφονία του νταβατζή
Στις αρχές της δεκαετίας του '30, έπεσε νεκρός, όταν τον πυροβόλησαν και τον μαχαίρωσαν μέσα στο καφενείο του. Τον είχαν σκοτώσει δύο αδέρφια από τη Σμύρνη, οι νταήδες Παράσχος και Χατζής. Οι «Αυγουλάδες», όπως τους έλεγαν, είχαν συχνά «μπλεξίματα» με τον Πετσά, καθώς απειλούσαν την πρωτοκαθεδρία του στην πόλη. Είχαν δικές τους χαρτοπαικτικές λέσχες και «άπλωναν το χέρι τους» στην πορνεία και τους εκβιασμούς. Όταν κηδεύτηκε ο Πετσάς, μπορντέλα και λέσχες έμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
Τη σκυτάλη από τον Πετσά πήρε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα παλιό του πρωτοπαλίκαρο. Ο Κερκυραίος, που παλιά είχε τραυματίσει σοβαρά τον έναν από τους δύο Αυγουλάδες. Χωρίς δισταγμό, έγινε Ταγματασφαλίτης και δοσίλογος. Στο μαγαζί του, όπου σύχναζαν οι μαυραγορίτες, έπαιζε και ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Η παρακμή
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, η Εκκλησία, αλλά και ο νεοσύστατος ΟΗΕ, ζήτησαν και επεδίωξαν να κλείσει η Μπάρα -η «ντροπή της Θεσσαλονίκης». Έξω από την Μπάρα, τα περισσότερα μπορντέλα έκλεισαν το 1949, εκτός από ορισμένα, που παρέμειναν ανοικτά για να εξυπηρετούν τις σεξουαλικές ανάγκες των στρατιωτών και των επισκεπτών της πόλης. Το 1951, τα περισσότερα σπίτια μέσα στην Μπάρα κατέβασαν τις πόρτες τους και ορισμένα από αυτά μετακόμισαν, κοντά στην περιοχή του νέου σιδηροδρομικού σταθμού.
Τα σκίτσα είναι από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το μπουρδέλο»
Ημερομηνία: 06 Δεκεμβρίου 2013
Στα κρεβάτια τους, ξάπλωσε κάθε «καρυδιάς καρύδι». Εκεί, στην Μπάρα, όπως λέγανε την περιοχή με τα στάσιμα νερά οι Τούρκοι, νεαρές ή και πιο μεγάλες κοπέλες εξασκούσαν με κάθε προφύλαξη, το επάγγελμα της πορνείας. Η περιοχή μεταξύ των οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου, που έφτανε μέχρι τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, ήταν σαν μια μικρή αυτόνομη πολιτεία μέσα στην Θεσσαλονίκη. Κοντά στο λιμάνι και τη βασική πύλη εισόδου της πόλης, για να μην ενοχλεί τα παλιά χάνια ή καπηλειά, να μην σκανδαλίζει την κοινωνία και κυρίως να εξυπηρετεί στα γρήγορα.
Ταξιδιώτες, στρατιώτες, ναυτικοί, πλούσιοι, φτωχοί, Έλληνες και ξένοι, καλοί και υπόκοσμος, «αγόραζαν» καθημερινά, στα μπορντέλα της Μπάρας, την απόλαυση του σεξ.
Και φυσικά, όπως πάντα, «τα λεφτά μπροστά».
Η Μπάρα γνώρισε μεγάλες στιγμές, σε δύο περιόδους. Η πρώτη ήταν από το 1912 ως το 1918, όπου οι κοπέλες που δούλευαν εκεί, εκπροσωπούσαν σχεδόν κάθε κομμάτι της πολυ - εθνοτικής Θεσσαλονίκης. Λέγεται, ότι κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η αμαρτωλή Μπάρα ήταν η μεγαλύτερη πιάτσα στην Ευρώπη, αριθμώντας περισσότερες από 1.500 πόρνες! Η δεύτερη, τη δεκαετία του '40, όπου στα τέλη, τα περισσότερα σπίτια έκλεισαν.
Η φήμη της γειτονιάς του πληρωμένου έρωτα ήταν ξακουστή σε όλη την Ελλάδα.
Στη οδό Αφροδίτης, τα πορνεία-καμαρούλες ήταν κοντά το ένα στο άλλο. Σχεδόν όλα μονοόροφα.
Εκεί, οι περισσότερες πόρνες είχαν και το νοικοκυριό τους.
Κάποια καμαράκια είχαν επιπλέον μια μικρή κουζίνα, ή ένα ακόμη μικρό δωμάτιο. Στην πόρτα του κάθε «ατομικού» πορνείου καθόταν η μία και μοναδική εργάτρια του σ3ξ. Όταν η κοπέλα είχε πελάτη, τραβούσε την πόρτα. Θραύση έκαναν Ουγγαρέζες και Πολωνές πόρνες. Υψηλού επιπέδου ήταν επίσης οι Σμυρνιές και οι Βολιώτισσες.
Οι διάλογοι, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, «Το Μπουρδέλο», ήταν αν μη τι άλλο κλασικοί.
«Όταν ό διαβάτης πλησίαζε, ή πόρνη του έλεγε γλυκά-γλυκά:
Έλα, λεβέντη μου, καί θά σού κάνω όλα τά γούστα μ" ένα πενηντάρικο!
Όταν ό διαβάτης (δισταχτικά) προσπερνούσε, ή πόρνη άρχιζε τήν μειοδοσία: έλα, κούκλε μου, μέ οχτώ ταλιράκια!
Κι όταν ό διαβάτης έπιανε νά απομακρύνεται, ή πόρνη τού έκραζε ξοπίσω του: Νά ρε μ@λ@κ@! Τι νόμιζες; Εσένα περίμενα εγώ;».
Η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος
Τα κορίτσια έπρεπε να έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Για την έκδοση, απαιτούνταν η έγκριση της Επιτροπής προς καταπολέμηση των αφροδίσιων νόσων. Έτσι, περνούσαν συνεχώς εξετάσεις. Πριν από τη σύσταση της επιτροπής, τον έλεγχο έκαναν στρατιωτικοί γιατροί, για να αποφύγουν τη μετάδοση σύφιλης στους στρατιώτες. Αρκετές είχαν διαλέξει μόνες τους, το «σπίτι» που θα δούλευαν. Άλλες έμεναν μαζί, σε σπίτια «νταβατζήδων» και δούλευαν εκεί. Και κάποιες δούλευαν μόνες. Όσες ασκούσαν την πορνεία στην Μπάρα περιστασιακά, έπρεπε να ανακοινώνουν στην αστυνομία σε ποιο στέκι θα δούλευαν.
Οι τσατσάδες
Θρυλικές τσατσάδες της περιοχής, λέγεται ότι ήταν η Μαντάμ Κλεοπάτρα, η Ζιζέλ η Εβραία, και η Αμαλία. Η τελευταία μάλιστα, δεν σήκωνε πολλά. Όταν κάποιος ήταν αθυρόστομος, αυτή με χιούμορ και πολλά κοσμητικά επίθετα, τον «στόλιζε» καταλλήλως. Γνωστή για τη δράση της ήταν και η Μαντάμ Δέδε, που δούλευε στην οδό Αγγελάκη. Τα κορίτσια της ήταν μόνο Μικρασιάτισες και η σχέση της με τις Αρχές στενότατη. Ήταν κουμπάρα του αρχηγού της Αστυνομίας και συχνά «έδινε» μέλη του υποκόσμου.
Υπήρχαν όμως και κανονικά σπίτια στην Μπάρα. Ανάμεσα στις οικείες του πληρωμένου έρωτα, ζούσαν και οικογένειες. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων με ξαναμμένους εραστές, η επιγραφή στην πόρτα ήταν σαφής. «Προσοχή οικογένεια». Στον δρόμο αυτό, η πράξη δεν κόστιζε ακριβά. Το ίδιο και στη Βάκχου, ή την Οδυσσέως. Σχεδόν τα μισά λεφτά, από ότι πλήρωναν στα δύο πολυόροφα «σπίτια» της οδού Ειρήνης. Εκεί, για να καταλήξουν στο κρεβάτι κάποια κοπέλας που νοίκιαζε δωμάτιο, περνούσαν πρώτα από τη διευθύντρια του οίκου! Παρών, φυσικά, στο χώρο και ο μπράβος. Την περιθωριακή περιοχή πλαισίωναν καφενέδες, ταβερνάκια και τεκέδες.
Ο νταβατζής Άλκης Πετσάς
Τον έλεγχο της περιοχής και των «σπιτιών» είχαν οι νταβατζήδες. Αν μια κοπέλα δεν ήταν συνεργάσιμη, κατέληγε σε ένα δρομάκι με το πρόσωπο «τσαλακωμένο». Αυτοί, σε συνεργασία με τις τσατσάδες, έστελναν κορίτσια και σε αριστοκράτες της Θεσσαλονίκης, για ιδιωτική «περιποίηση». Ο «βασιλιάς της Μπάρας» ήταν ο Άλκης Πετσάς. Γεννημένος στον Βόλο και μεγαλωμένος στην Πόλη, ήξερε καλά τους κανόνες του παιχνιδιού και τον τρόπο να επιβληθεί με τους μαχαιροβγάλτες του, στην περιθωριακή συνοικία. Σύχναζε στο καφενείο του στην οδό Αφροδίτης, από όπου παρακολουθούσε τους πάντες και τα πάντα. Αν κάποιοι ήταν «άτακτοι», ο Πετσάς το κανόνιζε. Είχε καταφέρει να «μην κουνιέται φύλλο» στην Μπάρα. Αν και βοηθούσε τους φτωχούς, ήταν μισητό πρόσωπο στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης, καθώς η δράση του δεν περιοριζόταν μόνο στην πορνεία.
Η δολοφονία του νταβατζή
Στις αρχές της δεκαετίας του '30, έπεσε νεκρός, όταν τον πυροβόλησαν και τον μαχαίρωσαν μέσα στο καφενείο του. Τον είχαν σκοτώσει δύο αδέρφια από τη Σμύρνη, οι νταήδες Παράσχος και Χατζής. Οι «Αυγουλάδες», όπως τους έλεγαν, είχαν συχνά «μπλεξίματα» με τον Πετσά, καθώς απειλούσαν την πρωτοκαθεδρία του στην πόλη. Είχαν δικές τους χαρτοπαικτικές λέσχες και «άπλωναν το χέρι τους» στην πορνεία και τους εκβιασμούς. Όταν κηδεύτηκε ο Πετσάς, μπορντέλα και λέσχες έμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
Τη σκυτάλη από τον Πετσά πήρε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα παλιό του πρωτοπαλίκαρο. Ο Κερκυραίος, που παλιά είχε τραυματίσει σοβαρά τον έναν από τους δύο Αυγουλάδες. Χωρίς δισταγμό, έγινε Ταγματασφαλίτης και δοσίλογος. Στο μαγαζί του, όπου σύχναζαν οι μαυραγορίτες, έπαιζε και ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Η παρακμή
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, η Εκκλησία, αλλά και ο νεοσύστατος ΟΗΕ, ζήτησαν και επεδίωξαν να κλείσει η Μπάρα -η «ντροπή της Θεσσαλονίκης». Έξω από την Μπάρα, τα περισσότερα μπορντέλα έκλεισαν το 1949, εκτός από ορισμένα, που παρέμειναν ανοικτά για να εξυπηρετούν τις σεξουαλικές ανάγκες των στρατιωτών και των επισκεπτών της πόλης. Το 1951, τα περισσότερα σπίτια μέσα στην Μπάρα κατέβασαν τις πόρτες τους και ορισμένα από αυτά μετακόμισαν, κοντά στην περιοχή του νέου σιδηροδρομικού σταθμού.
Τα σκίτσα είναι από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το μπουρδέλο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου