2014: H χρονιά που το Internet θα γίνει επικίνδυνο
Το ΒΗmagazino καταγράφει τη σαρωτική διείσδυση του Ιnternet στην καθημερινότητα. Επιστροφή δεν υπάρχει. Μήπως, όμως, υπάρχει όριο;
Το παράρτημα του νοσοκομείου Παίδων όπου στεγάζεται η Μονάδα Εφηβικής Υγείας, χαμηλά στη λεωφόρο Μεσογείων, δεν θυμίζει νοσοκομείο.
Στον έκτο όροφο του κτιρίου, οι τοίχοι είναι πολύχρωμοι και φρεσκοβαμμένοι, ενώ προχωρώντας στον χώρο το μάτι δεν συναντά ιατρικό υλικό ή φορεία. Στο βάθος βρίσκεται το γραφείο της επιστημονικής υπεύθυνης της μονάδας και καθηγήτριας Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αρτέμιδος Τσίτσικα.
Το ΒΗmagazino καταγράφει τη σαρωτική διείσδυση του Ιnternet στην καθημερινότητα. Επιστροφή δεν υπάρχει. Μήπως, όμως, υπάρχει όριο;
Το παράρτημα του νοσοκομείου Παίδων όπου στεγάζεται η Μονάδα Εφηβικής Υγείας, χαμηλά στη λεωφόρο Μεσογείων, δεν θυμίζει νοσοκομείο.
Στον έκτο όροφο του κτιρίου, οι τοίχοι είναι πολύχρωμοι και φρεσκοβαμμένοι, ενώ προχωρώντας στον χώρο το μάτι δεν συναντά ιατρικό υλικό ή φορεία. Στο βάθος βρίσκεται το γραφείο της επιστημονικής υπεύθυνης της μονάδας και καθηγήτριας Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αρτέμιδος Τσίτσικα.
Επάνω στο τραπέζι είναι απλωμένες οι κάρτες ενός εκπαιδευτικού παιχνιδιού το οποίο μοιράζει η Μονάδα στα σχολεία. Στην πρώτη κάρτα διαβάζει κάποιος: «Ο Αλκης θέλει να γιορτάσει τα γενέθλιά του στο σπίτι του το Σάββατο, καλώντας εκεί τους φίλους του. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους στείλει πρόσκληση μέσω Facebook.
Είναι πιο εύκολο και γρήγορο, τόσο να δώσει πληροφορίες για τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του όσο και να πάρει απάντηση. Εσύ θα κοινοποιούσες τέτοιου είδους στοιχεία στο Ιnternet;».
«Η μονάδα αφορά γενικώς την εφηβική υγεία.
«Η μονάδα αφορά γενικώς την εφηβική υγεία.
Από το 2007 και τη διάδοση του ευρυζωνικού, γρήγορου Internet στην Ελλάδα, άρχισαν να έρχονται οικογένειες που βρίσκονταν σε αδιέξοδο επειδή το παιδί τους ήταν κολλημένο σε μια οθόνη και παραμελούσε άλλες υποχρεώσεις του, φθάνοντας ορισμένες φορές στο σημείο να μην κάνει τίποτε άλλο» εξηγεί η κυρία Τσίτσικα.
Τόσο η σχέση εξάρτησης με το Διαδίκτυο όσο και οι κίνδυνοι αλόγιστης διασποράς προσωπικών δεδομένων είναι δύο μόνο από τα προβλήματα τα οποία ήταν αδιανόητα πριν από 15 χρόνια. Καθώς το Διαδίκτυο παρουσιάζεται συχνά ως ένας παράδεισος πρόσβασης και συμμετοχής, και σε κάποιον βαθμό πράγματι είναι έτσι, εξίσου συχνά τείνουν να αποσιωπούνται οι πιο σκοτεινές πλευρές του. Πέρα από την επανάσταση της διαρκούς διασύνδεσης, η οποία προσφέρει πρόσβαση σε έναν άπειρο όγκο πληροφοριών, ο κυβερνοχώρος αποτελεί παράλληλα πεδίο εμφάνισης παθολογικών συμπεριφορών, μια ολοκαίνουργια σελίδα για το έγκλημα, έναν οργουελικό μηχανισμό παρακολούθησης, μια «ταφόπλακα» για τις βιομηχανίες της δισκογραφίας και του Τύπου, αλλά και μια αξιοσημείωτη πρόκληση για το μέλλον της Δημοκρατίας.
20 χρόνια επιτυχίες
Η διαδρομή είναι εν πολλοίς γνωστή. Το Ιnternet ξεκίνησε με την ονομασία ARPANET ως ένα πείραμα του αμερικανικού ναυτικού. Ως το 1994 έφθασε να έχει περί τα δέκα εκατομμύρια χρήστες και να διακινούνται μέσα από αυτό κάθε δευτερόλεπτο δεδομένα αντίστοιχου όγκου με τα Απαντα του Σαίξπηρ. «Ακολουθώντας τους συνδέσμους – με ένα κλικ εμφανίζεται το αρχείο – μπορεί κάποιος να ταξιδέψει στον online κόσμο μέσω μονοπατιών επιθυμίας και ενστίκτου…», έγραφε ο Γκάρι Γουλφ στο αμερικανικό περιοδικό «Wired» την ίδια χρονιά. Τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε την εμφάνισή του ένας τεχνοσκεπτικισμός κάπως αστείος. Ο νομπελίστας οικονομολόγος, γνωστός σήμερα για την αντίθεσή του στην ελληνική λιτότητα, Πολ Κρούγκμαν, είχε προβεί σε μια ατυχή πρόβλεψη: «H ανάπτυξη του Internet θα επιβραδυνθεί δραστικά (…) Ως το 2005, ή κάπου εκεί, θα γίνει σαφές ότι η επιρροή του Internet στην οικονομία δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη της συσκευής του φαξ». Μέχρι το τέλος του 2005 οι συνδεδεμένοι είχαν αυξηθεί στο ένα δισεκατομμύριο, υπήρχαν στον διαδικτυακό «αέρα» περί τα 14,5 εκατομμύρια μπλογκ, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά «άνοιξε» για όλους τους χρήστες το Facebook. Σήμερα, ο Κρούγκμαν ανανεώνει τακτικά το μπλογκ του στη σελίδα των «New York Times».
«Mήπως το Google μάς κάνει ηλίθιους;»
Η κατακλυσμιαία διείσδυση του Διαδικτύου γέννησε κάτι περισσότερο από ένα μέσο σαν τα υπόλοιπα. Με αφετηρία τη θέση του θεωρητικού-σουπερστάρ Μάρσαλ Μακ Λούαν ότι το μέσο είναι το μήνυμα, ο αμερικανός δημοσιογράφος Νίκολας Καρ αναρωτήθηκε το 2008 στον τίτλο πρωτοσέλιδου άρθρου του, στο περιοδικό «The Atlantic», «Μήπως το Google μάς κάνει ηλίθιους;», ξεσηκώνοντας τις σχετικές αντιδράσεις. Και ακολούθως συνέγραψε το βιβλίο του «Οι ρηχοί: Τι κάνει το Internet στον εγκέφαλό μας» (στα αγγλικά, εκδ. Norton). Παρομοιάζοντας τον εαυτό του με τον υπερυπολογιστή HAL, τον «πρωταγωνιστή» του φιλμ «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», ο Καρ ισχυρίζεται – και διαθέτει πολλά επιχειρήματα επ’ αυτού – ότι οι ρυθμοί και η ρουτίνα του Διαδικτύου αποπρογραμματίζουν τη γραμμική λειτουργία της σκέψης μας και καθιστούν τη διάσπαση της προσοχής συνήθη πραγματικότητα.
Οι νευροβιολόγοι συγκλίνουν πλέον στο ότι ο ενήλικος εγκέφαλος είναι «πλαστικός». Μάλιστα, ο Τζέιμς Ολντς, καθηγητής Νευροεπιστήμης, διευθυντής του Ινστιτούτoυ Κράσνοφ στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον των ΗΠΑ, τον χαρακτηρίζει «πολύ “πλαστικό”». «Ο εγκέφαλος», έχει δηλώσει ο Ολντς, «έχει τη δυνατότητα να επαναπρογραμματίζει τον εαυτό του “εν κινήσει”, μεταβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί». Ο Καρ περιγράφει την τεχνολογική «κίνηση» της τελευταίας δεκαετίας μέσα σε λίγες μόλις γραμμές: «Ολοένα πιο γρήγορα μόντεμ. DVD και εγγραφείς DVD. Σκληροί δίσκοι χωρητικότητας της τάξεως των gigabytes. Yahoo! και Amazon και eΒay. MP3. Προβολή βίντεο online. Ευρυζωνικό Internet. Napster και Google. Blackberry και iPod. Ασύρματα δίκτυα. YouTube και Wikipedia. Μπλογκ. Smartphones, ταμπλέτες. Ποιος κατάφερε να αντισταθεί;». Σίγουρα όχι ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Φοιτητές που δεν μπορούν να διαβάσουν
Δύο έρευνες στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας αναδεικνύουν τη μεταβολή. Ως κομμάτι μιας ευρύτερης πενταετούς έρευνας, οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου College του Λονδίνου εξέτασαν τη συμπεριφορά των επισκεπτών δύο δημοφιλών εκπαιδευτικών ιστοχώρων που παρέχουν πρόσβαση σε άρθρα επιστημονικών επιθεωρήσεων, ηλεκτρονικά βιβλία και άλλες πηγές πληροφόρησης. Ανακάλυψαν πως όσοι χρησιμοποιούσαν τις ιστοσελίδες εμφάνισαν την τάση περισσότερο να διατρέχουν τα κείμενα παρά να τα διαβάζουν, «περιπλανώμενοι» από τη μία πηγή στην επόμενη, χωρίς σχεδόν ποτέ να επιστρέφουν σε κάποια πηγή που ήδη επισκέφθηκαν.
Το 2008 μια επιχείρηση ερευνών αγοράς ονόματι nGenera δημοσίευσε μια μελέτη για τα αποτελέσματα της χρήσης του Διαδικτύου από τους νέους. Η επιχείρηση έκανε συνεντεύξεις με περίπου 6.000 μέλη της γενιάς, την οποία ονόμασε Generation Net. «Η ψηφιακή διείσδυση», έγραφε ο επικεφαλής ερευνητής, «έχει επηρεάσει ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο αφομοιώνουν τις πληροφορίες. Δεν διαβάζουν απαραιτήτως μια σελίδα από τα αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω. Αντιθέτως, μπορεί να προσπεράσουν πράγματα, ψάχνοντας για πληροφορίες συναφείς με εκείνο που τους ενδιαφέρει». Σε μια πρόσφατη ομιλία της η καθηγήτρια του αμερικανικού Πανεπιστημίου Duke, Κάθριν Χέιλς, εξομολογήθηκε: «Δεν μπορώ πια να κάνω τους φοιτητές μου να διαβάσουν ολόκληρα βιβλία». Χρήσιμη σημείωση: η Χέιλς είναι καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας.
Πολιτικοί που μετρούν τα «Like»
Περιορίζεται, αλήθεια, η απώλεια της δυνατότητας συγκέντρωσης μονάχα στη σπουδάζουσα νεολαία; Αν η επιβολή του Διαδικτύου εδραιώνει έναν νέο τρόπο σκέψης, ποιοι είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να τον εκμεταλλευθούν; «Οι πολιτικοί, στη νέα, καλωδιωμένη εποχή μας, τείνουν να μεταβαίνουν από την πολιτική στην είδηση», υποστηρίζει η σύμβουλος πολιτικής επικοινωνίας Αγγελική Κοσμοπούλου. «Το μήνυμα και η στρατηγική στόχευση υποτάσσονται στο μέσο. Το ζητούμενο είναι πλέον περισσότερα, συχνότερα, συντομότερα και πιο προσανατολισμένα στο να γίνουν αποδεκτά, ή αρεστά από ένα ακροατήριο, μηνύματα. Εκείνο που κάνουμε πια ως σύμβουλοι είναι να προσπαθούμε να εντοπίσουμε τους ανθρώπους, τις social media περσόνες, που θα μπορούσαν να είναι οι εκφραστές του εκάστοτε πολιτικού λόγου. Μιλάμε για τυχαίους χρήστες οι οποίοι έχουν μεγάλο ακροατήριο και μπορούν να γίνουν οι πολλαπλασιαστές του μηνύματος του πολιτικού».
Μεγάλο μέρος της δουλειάς της Αγγελικής Κοσμοπούλου γίνεται πλέον μέσω ενός λογισμικού που ονομάζεται New Media Track και μετράει, ποιοτικά και ποσοτικά, τις αναφορές σε συγκεκριμένα ονόματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Τα social media είναι αντιπροσωπευτικά ως θεματολογία σε σχέση με το τι ενδιαφέρει και απασχολεί τον κόσμο. Είναι πολύ εύστοχα σε σχέση με το ποιο είναι το θέμα της εβδομάδας, τι θα συζητιέται στις παρέες ή στα καφενεία», εξηγεί σχετικά με τη νέα πραγματικότητα. «Ωστόσο, είναι πια πολύ λίγοι οι πολιτικοί που μπορούν να διαμορφώσουν ατζέντα και να “πάνε μπροστά το έργο”. Πριν από λίγα χρόνια λέγαμε “τι θα πούμε σήμερα;”. Τώρα λέμε “σήμερα παίζει αυτό, τι θα πούμε για αυτό”», καταλήγει. Το αν μπορούν να «πάνε μπροστά το έργο» ή όχι οι εκλεγμένοι – με ψήφους και όχι με «Like» – πολιτικοί, αποτελεί, δίχως άλλο, ζήτημα για τη Δημοκρατία.
Αν το γνωρίζουν τα Gap, δεν το ξέρει η NSA;
Ωστόσο, το μεγαλύτερο ζήτημα το οποίο αφορά τη Δημοκρατία και το Διαδίκτυο προέκυψε μετά τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν σχετικά με τα αρχεία των παρακολουθήσεων της NSA. H αποκάλυψη του πρώην πράκτορα για τους κοριούς καθώς και για τις δυνατότητες παρακολούθησης που διαθέτει η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ πυροδότησε όχι μόνο ένα σωστό κατασκοπευτικό θρίλερ, αλλά και έναν δημόσιο διάλογο για την ιδιωτικότητα και για τα ατομικά δικαιώματα. Η συζήτηση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, ιδιαιτέρως έπειτα και από τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του περιοδικού «Der Spiegel» σχετικά με το θέμα. «Είναι δυνατόν η NSA να καταγράφει τα πιο ευαίσθητα δεδομένα που υπάρχουν στα smartphones, ανάμεσά τους ο κατάλογος των επαφών, τα γραπτά μηνύματα, οι σημειώσεις και οι πληροφορίες για τις τοποθεσίες στις οποίες ο χρήστης μπορεί να έχει βρεθεί», σημείωνε σε ένα από αυτά το γερμανικό περιοδικό. Οι πλέον κυνικοί έσπευδαν να υπογραμμίσουν ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία ήδη βρίσκονται στη διάθεση πολυεθνικών επιχειρήσεων για εμπορικούς λόγους.
Το Gmail, η υπηρεσία e-mail της Google, σαρώνει τα προσωπικά μας μηνύματα για λέξεις τις οποίες μπορεί να αντιστοιχίσει σε διαφημίσεις. H Google επεξεργάζεται περισσότερα από 24 petabytes (δηλαδή 1015 bytes) δεδομένων καθημερινά, μια ποσότητα η οποία υπολογίζεται χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την ποσότητα όλων των εκδόσεων οι οποίες βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κογκρέσου. Τα μέλη του Facebook τα οποία πατούν «Μου αρέσει» ή αφήνουν ένα σχόλιο περίπου 3 δισεκατομμύρια φορές την ημέρα, δημιουργούν ένα ψηφιακό ίχνος το οποίο επιτρέπει στην εταιρεία να μάθει πολλά για τις προτιμήσεις τους. Ακόμη χειρότερα, το πολυκατάστημα Target, για εμπορικούς λόγους, παρακολουθεί τους όρους αναζήτησης σε συνδυασμό με βιβλία και φάρμακα που αγοράζουν οι χρήστες, ώστε να διαπιστώσει μια εγκυμοσύνη και να προωθήσει τα αντίστοιχα προϊόντα.
Ο,τι και αν κάνει κάποιος στον κυβερνοχώρο σήμερα, αφήνει ένα ίχνος και αυτό περιλαμβάνει τις σελίδες που έχει επισκεφθεί. Οποιος έχει πρόσβαση σε αυτό το ίχνος θα έχει την ευκαιρία να μάθει πραγματικά πολλά πράγματα. Τους φίλους, τα ενδιαφέροντα (ανάμεσά τους και τις πολιτικές απόψεις, αν τις εκφράζει online), τι «κατεβάζει», τι διαβάζει, τι αγοράζει και τι πουλά o καθένας. «Καθώς περνούσαμε όμορφα, ευχαρίστως και οικειοθελώς συμβάλαμε στο να δημιουργηθεί το μεγαλύτερο σύστημα παρακολούθησης που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, ένα δίκτυο το οποίο παρέχει σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις αμέτρητα νήματα να κινήσουν, το οποίο μας καθιστά… μαριονέτες. Η ελεύθερη ροή της πληροφορίας στο Διαδίκτυο, η οποία μας εξυπηρετεί, μπορεί να εξυπηρετεί άλλους καλύτερα», καταλήγει η συγγραφέας Σου Χάλπερν στο άρθρο της «Μήπως είμαστε μαριονέτες σε έναν καλωδιωμένο κόσμο;» στη «New York Review of Books».
Το τέλος των δισκογραφικών
Στην πρωτότυπη ιστοσελίδα newspaperdeathwatch.com μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει τα νέα της αγοράς των εφημερίδων, κυρίως των αμερικανικών. Ασφαλώς, δεν θα διαβάσει κανείς για τα σπουδαία πλάνα επέκτασης, επειδή αυτά τα πράγματα απλώς δεν συμβαίνουν πια. Το «παρατηρητήριο θανάτου των εφημερίδων» παρακολουθεί τα φύλλα που αναστέλλουν την κυκλοφορία τους. Πιο πρόσφατο «θύμα» της επέλασης του Διαδικτύου η έντυπη έκδοση του σατιρικού «The Onion». Στο τελευταίο πρωτοσέλιδο διακρίνεται ο αυτοσαρκαστικός τίτλος «Ανοδος των εσόδων από το έντυπο “Onion” κατά 5.000%», ο οποίος αντανακλά τη γενικότερη ψυχολογία στον χώρο των έντυπων μέσων. Και αυτή είναι ασφαλώς κακή είδηση και για την ίδια τη δημοσιογραφία, η διαδικτυακή εκδοχή της οποίας ακόμη αναζητεί μια βιώσιμη ταυτότητα, ανάμεσα στα «σκουπίδια». Στο μεταξύ, μια εταιρεία ονόματι Narrative Science έχει δημιουργήσει έναν αλγόριθμο ο οποίος συγγράφει με αυτοματοποιημένο τρόπο άρθρα για εφημερίδες και ιστοσελίδες, χρησιμοποιώντας δημοσιογραφικά σχήματα λόγου για να καλύψει γεγονότα της επικαιρότητας.
Αν, ωστόσο, έπρεπε να εντοπίσουμε μια βιομηχανία που έχει καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς από το Διαδίκτυο, αυτή είναι η δισκογραφία. Επειτα από μια δεκαπενταετία συνεχών περικοπών – μόνο από την Ελλάδα έχουν αποχωρήσει τρεις πολυεθνικές του κλάδου οι οποίες έκαναν χρυσές δουλειές τη δεκαετία του ’90 -, οι δισκογραφικές εταιρείες έχουν περίπου συρρικνωθεί σε μικρά γραφεία διαχείρισης των ζωντανών εμφανίσεων των καλλιτεχνών. Η πρωτότυπη μουσική, στον καιρό της δωρεάν πλατφόρμας Spotify είτε συντίθεται με πενιχρά μέσα είτε απλώς χρησιμεύει στο να έχουν κάτι τα «μεγάλα ονόματα» να τραγουδήσουν στις συναυλίες τους. Ωστόσο, η αγορά φάνηκε να έχει αυτορυθμιστεί και η δισκογραφία ως κλάδος παρουσίασε το 2012 οριακά θετικό πρόσημο στον γενικό ισολογισμό της. Τα έσοδα ήταν της τάξεως των 16,5 δισ. δολαρίων και ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάζονταν κέρδη από το 1999.
Οχι μια τυπική εξάρτηση
Πίσω στη λεωφόρο Μεσογείων και στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας, το τηλεφωνικό κέντρο όπου μπορούν να απευθυνθούν οι έφηβοι με πρόβλημα εξάρτησης από το Διαδίκτυο, ή οι γονείς τους, παρουσιάζει ιδιαίτερη κινητικότητα. «Εχουμε αντιμετωπίσει πολύ ακραία περιστατικά, παιδιά που ζούσαν μόνο για αυτό, σε σημείο να μη βγαίνουν από το σπίτι, να γίνονται βίαια, να γυρίζουν σαν επαίτες και να μαζεύουν χρήματα για να τα παίξουν σε τυχερά παιχνίδια, να ξυλοφορτώνουν τους δικούς τους, να κάνουν να πλυθούν μήνες» εξηγεί η Αρτεμις Τσίτσικα. «Μάλιστα, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί πιο έντονα στα κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα». Το Διαδίκτυο έχει μεταβάλει με έντονο τρόπο και σε μικρό χρονικό διάστημα την εκπαίδευση, τις εκδόσεις, τη δημοσιογραφία, την ιατρική, την πολιτική επικοινωνία και την πολιτική διαμαρτυρία, τις μεταφορές, τη μουσική, την αγορά ακινήτων, τη διάδοση των ιδεών, την πορνογραφία, το φλερτ, τη φιλία, την κριτική. Η μετάβαση στη νέα πραγματικότητα δεν είναι πάντοτε ανώδυνη. Σε έναν τόσο ανοιχτό, αλλά και τόσο άγριο κυβερνοχώρο, όπου ευδοκιμούν ανώνυμα trolls και bullies, τα άμεσα θύματα είναι πρωτίστως έφηβοι.
Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή μελέτη του 2012, οι έφηβοι με προβλήματα χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: «Οι “παγιδευμένοι”, οι “ζογκλέρ”, εκείνοι που ολοκληρώνουν έναν πλήρη κύκλο και εκείνοι που “βαριούνται τα πάντα”», εξηγεί η κυρία Τσίτσικα. «Ωστόσο, εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες εξαρτήσεις, πολλές φορές, άτομα που έχουν μπει σε εξαρτητική τροχιά λένε από μόνα τους “εγώ σταματάω”. Και πράγματι, σταματούν».
tovima.gr
Τόσο η σχέση εξάρτησης με το Διαδίκτυο όσο και οι κίνδυνοι αλόγιστης διασποράς προσωπικών δεδομένων είναι δύο μόνο από τα προβλήματα τα οποία ήταν αδιανόητα πριν από 15 χρόνια. Καθώς το Διαδίκτυο παρουσιάζεται συχνά ως ένας παράδεισος πρόσβασης και συμμετοχής, και σε κάποιον βαθμό πράγματι είναι έτσι, εξίσου συχνά τείνουν να αποσιωπούνται οι πιο σκοτεινές πλευρές του. Πέρα από την επανάσταση της διαρκούς διασύνδεσης, η οποία προσφέρει πρόσβαση σε έναν άπειρο όγκο πληροφοριών, ο κυβερνοχώρος αποτελεί παράλληλα πεδίο εμφάνισης παθολογικών συμπεριφορών, μια ολοκαίνουργια σελίδα για το έγκλημα, έναν οργουελικό μηχανισμό παρακολούθησης, μια «ταφόπλακα» για τις βιομηχανίες της δισκογραφίας και του Τύπου, αλλά και μια αξιοσημείωτη πρόκληση για το μέλλον της Δημοκρατίας.
20 χρόνια επιτυχίες
Η διαδρομή είναι εν πολλοίς γνωστή. Το Ιnternet ξεκίνησε με την ονομασία ARPANET ως ένα πείραμα του αμερικανικού ναυτικού. Ως το 1994 έφθασε να έχει περί τα δέκα εκατομμύρια χρήστες και να διακινούνται μέσα από αυτό κάθε δευτερόλεπτο δεδομένα αντίστοιχου όγκου με τα Απαντα του Σαίξπηρ. «Ακολουθώντας τους συνδέσμους – με ένα κλικ εμφανίζεται το αρχείο – μπορεί κάποιος να ταξιδέψει στον online κόσμο μέσω μονοπατιών επιθυμίας και ενστίκτου…», έγραφε ο Γκάρι Γουλφ στο αμερικανικό περιοδικό «Wired» την ίδια χρονιά. Τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε την εμφάνισή του ένας τεχνοσκεπτικισμός κάπως αστείος. Ο νομπελίστας οικονομολόγος, γνωστός σήμερα για την αντίθεσή του στην ελληνική λιτότητα, Πολ Κρούγκμαν, είχε προβεί σε μια ατυχή πρόβλεψη: «H ανάπτυξη του Internet θα επιβραδυνθεί δραστικά (…) Ως το 2005, ή κάπου εκεί, θα γίνει σαφές ότι η επιρροή του Internet στην οικονομία δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη της συσκευής του φαξ». Μέχρι το τέλος του 2005 οι συνδεδεμένοι είχαν αυξηθεί στο ένα δισεκατομμύριο, υπήρχαν στον διαδικτυακό «αέρα» περί τα 14,5 εκατομμύρια μπλογκ, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά «άνοιξε» για όλους τους χρήστες το Facebook. Σήμερα, ο Κρούγκμαν ανανεώνει τακτικά το μπλογκ του στη σελίδα των «New York Times».
«Mήπως το Google μάς κάνει ηλίθιους;»
Η κατακλυσμιαία διείσδυση του Διαδικτύου γέννησε κάτι περισσότερο από ένα μέσο σαν τα υπόλοιπα. Με αφετηρία τη θέση του θεωρητικού-σουπερστάρ Μάρσαλ Μακ Λούαν ότι το μέσο είναι το μήνυμα, ο αμερικανός δημοσιογράφος Νίκολας Καρ αναρωτήθηκε το 2008 στον τίτλο πρωτοσέλιδου άρθρου του, στο περιοδικό «The Atlantic», «Μήπως το Google μάς κάνει ηλίθιους;», ξεσηκώνοντας τις σχετικές αντιδράσεις. Και ακολούθως συνέγραψε το βιβλίο του «Οι ρηχοί: Τι κάνει το Internet στον εγκέφαλό μας» (στα αγγλικά, εκδ. Norton). Παρομοιάζοντας τον εαυτό του με τον υπερυπολογιστή HAL, τον «πρωταγωνιστή» του φιλμ «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», ο Καρ ισχυρίζεται – και διαθέτει πολλά επιχειρήματα επ’ αυτού – ότι οι ρυθμοί και η ρουτίνα του Διαδικτύου αποπρογραμματίζουν τη γραμμική λειτουργία της σκέψης μας και καθιστούν τη διάσπαση της προσοχής συνήθη πραγματικότητα.
Οι νευροβιολόγοι συγκλίνουν πλέον στο ότι ο ενήλικος εγκέφαλος είναι «πλαστικός». Μάλιστα, ο Τζέιμς Ολντς, καθηγητής Νευροεπιστήμης, διευθυντής του Ινστιτούτoυ Κράσνοφ στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον των ΗΠΑ, τον χαρακτηρίζει «πολύ “πλαστικό”». «Ο εγκέφαλος», έχει δηλώσει ο Ολντς, «έχει τη δυνατότητα να επαναπρογραμματίζει τον εαυτό του “εν κινήσει”, μεταβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί». Ο Καρ περιγράφει την τεχνολογική «κίνηση» της τελευταίας δεκαετίας μέσα σε λίγες μόλις γραμμές: «Ολοένα πιο γρήγορα μόντεμ. DVD και εγγραφείς DVD. Σκληροί δίσκοι χωρητικότητας της τάξεως των gigabytes. Yahoo! και Amazon και eΒay. MP3. Προβολή βίντεο online. Ευρυζωνικό Internet. Napster και Google. Blackberry και iPod. Ασύρματα δίκτυα. YouTube και Wikipedia. Μπλογκ. Smartphones, ταμπλέτες. Ποιος κατάφερε να αντισταθεί;». Σίγουρα όχι ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Φοιτητές που δεν μπορούν να διαβάσουν
Δύο έρευνες στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας αναδεικνύουν τη μεταβολή. Ως κομμάτι μιας ευρύτερης πενταετούς έρευνας, οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου College του Λονδίνου εξέτασαν τη συμπεριφορά των επισκεπτών δύο δημοφιλών εκπαιδευτικών ιστοχώρων που παρέχουν πρόσβαση σε άρθρα επιστημονικών επιθεωρήσεων, ηλεκτρονικά βιβλία και άλλες πηγές πληροφόρησης. Ανακάλυψαν πως όσοι χρησιμοποιούσαν τις ιστοσελίδες εμφάνισαν την τάση περισσότερο να διατρέχουν τα κείμενα παρά να τα διαβάζουν, «περιπλανώμενοι» από τη μία πηγή στην επόμενη, χωρίς σχεδόν ποτέ να επιστρέφουν σε κάποια πηγή που ήδη επισκέφθηκαν.
Το 2008 μια επιχείρηση ερευνών αγοράς ονόματι nGenera δημοσίευσε μια μελέτη για τα αποτελέσματα της χρήσης του Διαδικτύου από τους νέους. Η επιχείρηση έκανε συνεντεύξεις με περίπου 6.000 μέλη της γενιάς, την οποία ονόμασε Generation Net. «Η ψηφιακή διείσδυση», έγραφε ο επικεφαλής ερευνητής, «έχει επηρεάσει ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο αφομοιώνουν τις πληροφορίες. Δεν διαβάζουν απαραιτήτως μια σελίδα από τα αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω. Αντιθέτως, μπορεί να προσπεράσουν πράγματα, ψάχνοντας για πληροφορίες συναφείς με εκείνο που τους ενδιαφέρει». Σε μια πρόσφατη ομιλία της η καθηγήτρια του αμερικανικού Πανεπιστημίου Duke, Κάθριν Χέιλς, εξομολογήθηκε: «Δεν μπορώ πια να κάνω τους φοιτητές μου να διαβάσουν ολόκληρα βιβλία». Χρήσιμη σημείωση: η Χέιλς είναι καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας.
Πολιτικοί που μετρούν τα «Like»
Περιορίζεται, αλήθεια, η απώλεια της δυνατότητας συγκέντρωσης μονάχα στη σπουδάζουσα νεολαία; Αν η επιβολή του Διαδικτύου εδραιώνει έναν νέο τρόπο σκέψης, ποιοι είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να τον εκμεταλλευθούν; «Οι πολιτικοί, στη νέα, καλωδιωμένη εποχή μας, τείνουν να μεταβαίνουν από την πολιτική στην είδηση», υποστηρίζει η σύμβουλος πολιτικής επικοινωνίας Αγγελική Κοσμοπούλου. «Το μήνυμα και η στρατηγική στόχευση υποτάσσονται στο μέσο. Το ζητούμενο είναι πλέον περισσότερα, συχνότερα, συντομότερα και πιο προσανατολισμένα στο να γίνουν αποδεκτά, ή αρεστά από ένα ακροατήριο, μηνύματα. Εκείνο που κάνουμε πια ως σύμβουλοι είναι να προσπαθούμε να εντοπίσουμε τους ανθρώπους, τις social media περσόνες, που θα μπορούσαν να είναι οι εκφραστές του εκάστοτε πολιτικού λόγου. Μιλάμε για τυχαίους χρήστες οι οποίοι έχουν μεγάλο ακροατήριο και μπορούν να γίνουν οι πολλαπλασιαστές του μηνύματος του πολιτικού».
Μεγάλο μέρος της δουλειάς της Αγγελικής Κοσμοπούλου γίνεται πλέον μέσω ενός λογισμικού που ονομάζεται New Media Track και μετράει, ποιοτικά και ποσοτικά, τις αναφορές σε συγκεκριμένα ονόματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Τα social media είναι αντιπροσωπευτικά ως θεματολογία σε σχέση με το τι ενδιαφέρει και απασχολεί τον κόσμο. Είναι πολύ εύστοχα σε σχέση με το ποιο είναι το θέμα της εβδομάδας, τι θα συζητιέται στις παρέες ή στα καφενεία», εξηγεί σχετικά με τη νέα πραγματικότητα. «Ωστόσο, είναι πια πολύ λίγοι οι πολιτικοί που μπορούν να διαμορφώσουν ατζέντα και να “πάνε μπροστά το έργο”. Πριν από λίγα χρόνια λέγαμε “τι θα πούμε σήμερα;”. Τώρα λέμε “σήμερα παίζει αυτό, τι θα πούμε για αυτό”», καταλήγει. Το αν μπορούν να «πάνε μπροστά το έργο» ή όχι οι εκλεγμένοι – με ψήφους και όχι με «Like» – πολιτικοί, αποτελεί, δίχως άλλο, ζήτημα για τη Δημοκρατία.
Αν το γνωρίζουν τα Gap, δεν το ξέρει η NSA;
Ωστόσο, το μεγαλύτερο ζήτημα το οποίο αφορά τη Δημοκρατία και το Διαδίκτυο προέκυψε μετά τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν σχετικά με τα αρχεία των παρακολουθήσεων της NSA. H αποκάλυψη του πρώην πράκτορα για τους κοριούς καθώς και για τις δυνατότητες παρακολούθησης που διαθέτει η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ πυροδότησε όχι μόνο ένα σωστό κατασκοπευτικό θρίλερ, αλλά και έναν δημόσιο διάλογο για την ιδιωτικότητα και για τα ατομικά δικαιώματα. Η συζήτηση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, ιδιαιτέρως έπειτα και από τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του περιοδικού «Der Spiegel» σχετικά με το θέμα. «Είναι δυνατόν η NSA να καταγράφει τα πιο ευαίσθητα δεδομένα που υπάρχουν στα smartphones, ανάμεσά τους ο κατάλογος των επαφών, τα γραπτά μηνύματα, οι σημειώσεις και οι πληροφορίες για τις τοποθεσίες στις οποίες ο χρήστης μπορεί να έχει βρεθεί», σημείωνε σε ένα από αυτά το γερμανικό περιοδικό. Οι πλέον κυνικοί έσπευδαν να υπογραμμίσουν ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία ήδη βρίσκονται στη διάθεση πολυεθνικών επιχειρήσεων για εμπορικούς λόγους.
Το Gmail, η υπηρεσία e-mail της Google, σαρώνει τα προσωπικά μας μηνύματα για λέξεις τις οποίες μπορεί να αντιστοιχίσει σε διαφημίσεις. H Google επεξεργάζεται περισσότερα από 24 petabytes (δηλαδή 1015 bytes) δεδομένων καθημερινά, μια ποσότητα η οποία υπολογίζεται χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την ποσότητα όλων των εκδόσεων οι οποίες βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κογκρέσου. Τα μέλη του Facebook τα οποία πατούν «Μου αρέσει» ή αφήνουν ένα σχόλιο περίπου 3 δισεκατομμύρια φορές την ημέρα, δημιουργούν ένα ψηφιακό ίχνος το οποίο επιτρέπει στην εταιρεία να μάθει πολλά για τις προτιμήσεις τους. Ακόμη χειρότερα, το πολυκατάστημα Target, για εμπορικούς λόγους, παρακολουθεί τους όρους αναζήτησης σε συνδυασμό με βιβλία και φάρμακα που αγοράζουν οι χρήστες, ώστε να διαπιστώσει μια εγκυμοσύνη και να προωθήσει τα αντίστοιχα προϊόντα.
Ο,τι και αν κάνει κάποιος στον κυβερνοχώρο σήμερα, αφήνει ένα ίχνος και αυτό περιλαμβάνει τις σελίδες που έχει επισκεφθεί. Οποιος έχει πρόσβαση σε αυτό το ίχνος θα έχει την ευκαιρία να μάθει πραγματικά πολλά πράγματα. Τους φίλους, τα ενδιαφέροντα (ανάμεσά τους και τις πολιτικές απόψεις, αν τις εκφράζει online), τι «κατεβάζει», τι διαβάζει, τι αγοράζει και τι πουλά o καθένας. «Καθώς περνούσαμε όμορφα, ευχαρίστως και οικειοθελώς συμβάλαμε στο να δημιουργηθεί το μεγαλύτερο σύστημα παρακολούθησης που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, ένα δίκτυο το οποίο παρέχει σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις αμέτρητα νήματα να κινήσουν, το οποίο μας καθιστά… μαριονέτες. Η ελεύθερη ροή της πληροφορίας στο Διαδίκτυο, η οποία μας εξυπηρετεί, μπορεί να εξυπηρετεί άλλους καλύτερα», καταλήγει η συγγραφέας Σου Χάλπερν στο άρθρο της «Μήπως είμαστε μαριονέτες σε έναν καλωδιωμένο κόσμο;» στη «New York Review of Books».
Το τέλος των δισκογραφικών
Στην πρωτότυπη ιστοσελίδα newspaperdeathwatch.com μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει τα νέα της αγοράς των εφημερίδων, κυρίως των αμερικανικών. Ασφαλώς, δεν θα διαβάσει κανείς για τα σπουδαία πλάνα επέκτασης, επειδή αυτά τα πράγματα απλώς δεν συμβαίνουν πια. Το «παρατηρητήριο θανάτου των εφημερίδων» παρακολουθεί τα φύλλα που αναστέλλουν την κυκλοφορία τους. Πιο πρόσφατο «θύμα» της επέλασης του Διαδικτύου η έντυπη έκδοση του σατιρικού «The Onion». Στο τελευταίο πρωτοσέλιδο διακρίνεται ο αυτοσαρκαστικός τίτλος «Ανοδος των εσόδων από το έντυπο “Onion” κατά 5.000%», ο οποίος αντανακλά τη γενικότερη ψυχολογία στον χώρο των έντυπων μέσων. Και αυτή είναι ασφαλώς κακή είδηση και για την ίδια τη δημοσιογραφία, η διαδικτυακή εκδοχή της οποίας ακόμη αναζητεί μια βιώσιμη ταυτότητα, ανάμεσα στα «σκουπίδια». Στο μεταξύ, μια εταιρεία ονόματι Narrative Science έχει δημιουργήσει έναν αλγόριθμο ο οποίος συγγράφει με αυτοματοποιημένο τρόπο άρθρα για εφημερίδες και ιστοσελίδες, χρησιμοποιώντας δημοσιογραφικά σχήματα λόγου για να καλύψει γεγονότα της επικαιρότητας.
Αν, ωστόσο, έπρεπε να εντοπίσουμε μια βιομηχανία που έχει καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς από το Διαδίκτυο, αυτή είναι η δισκογραφία. Επειτα από μια δεκαπενταετία συνεχών περικοπών – μόνο από την Ελλάδα έχουν αποχωρήσει τρεις πολυεθνικές του κλάδου οι οποίες έκαναν χρυσές δουλειές τη δεκαετία του ’90 -, οι δισκογραφικές εταιρείες έχουν περίπου συρρικνωθεί σε μικρά γραφεία διαχείρισης των ζωντανών εμφανίσεων των καλλιτεχνών. Η πρωτότυπη μουσική, στον καιρό της δωρεάν πλατφόρμας Spotify είτε συντίθεται με πενιχρά μέσα είτε απλώς χρησιμεύει στο να έχουν κάτι τα «μεγάλα ονόματα» να τραγουδήσουν στις συναυλίες τους. Ωστόσο, η αγορά φάνηκε να έχει αυτορυθμιστεί και η δισκογραφία ως κλάδος παρουσίασε το 2012 οριακά θετικό πρόσημο στον γενικό ισολογισμό της. Τα έσοδα ήταν της τάξεως των 16,5 δισ. δολαρίων και ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάζονταν κέρδη από το 1999.
Οχι μια τυπική εξάρτηση
Πίσω στη λεωφόρο Μεσογείων και στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας, το τηλεφωνικό κέντρο όπου μπορούν να απευθυνθούν οι έφηβοι με πρόβλημα εξάρτησης από το Διαδίκτυο, ή οι γονείς τους, παρουσιάζει ιδιαίτερη κινητικότητα. «Εχουμε αντιμετωπίσει πολύ ακραία περιστατικά, παιδιά που ζούσαν μόνο για αυτό, σε σημείο να μη βγαίνουν από το σπίτι, να γίνονται βίαια, να γυρίζουν σαν επαίτες και να μαζεύουν χρήματα για να τα παίξουν σε τυχερά παιχνίδια, να ξυλοφορτώνουν τους δικούς τους, να κάνουν να πλυθούν μήνες» εξηγεί η Αρτεμις Τσίτσικα. «Μάλιστα, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί πιο έντονα στα κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα». Το Διαδίκτυο έχει μεταβάλει με έντονο τρόπο και σε μικρό χρονικό διάστημα την εκπαίδευση, τις εκδόσεις, τη δημοσιογραφία, την ιατρική, την πολιτική επικοινωνία και την πολιτική διαμαρτυρία, τις μεταφορές, τη μουσική, την αγορά ακινήτων, τη διάδοση των ιδεών, την πορνογραφία, το φλερτ, τη φιλία, την κριτική. Η μετάβαση στη νέα πραγματικότητα δεν είναι πάντοτε ανώδυνη. Σε έναν τόσο ανοιχτό, αλλά και τόσο άγριο κυβερνοχώρο, όπου ευδοκιμούν ανώνυμα trolls και bullies, τα άμεσα θύματα είναι πρωτίστως έφηβοι.
Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή μελέτη του 2012, οι έφηβοι με προβλήματα χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: «Οι “παγιδευμένοι”, οι “ζογκλέρ”, εκείνοι που ολοκληρώνουν έναν πλήρη κύκλο και εκείνοι που “βαριούνται τα πάντα”», εξηγεί η κυρία Τσίτσικα. «Ωστόσο, εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες εξαρτήσεις, πολλές φορές, άτομα που έχουν μπει σε εξαρτητική τροχιά λένε από μόνα τους “εγώ σταματάω”. Και πράγματι, σταματούν».
tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου