Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

< ΔΙΣΚΟΙ ΒΙΝΥΛΙΟΥ > ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΖΩΝΤΑΝΟΙ

Οδοιπορικό στα δισκοπωλεία της Αθήνας

 
Οδοιπορικό στα δισκοπωλεία της Αθήνας
 

Μια μουσική αναδρομή στον μαγικό κόσμο του βινυλίου…


Για όσους πίστεψαν ότι τα πικ-απ πέρασαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας,
σε πείσμα και της εποχής, η τάση επιστροφής στο ζεστό ήχο του βινυλίου παρουσιάζεται ενθαρρυντική.
 Η «επανάσταση» των μουσικόφιλων που επιζητούν επιστροφή στις ρίζες της μουσικής,
ανεβάζει κάθε χρόνο, έστω και λίγο, τις πωλήσεις του βινυλίου.

Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Φωτογραφίες-βίντεο: Γιάννης Κέμμος

Οι πιστοί του φαίνεται να επενδύουν ξανά στον αναλογικό του ήχο
αφού οι νότες φέρουν τη σφραγίδα ενός πολυδιάστατου εύρους.
Απόδειξη πως τα δισκοπωλεία του κέντρου δεν έχουν εκλείψει και μάλλον δεν έχουν μειωθεί.
 


Η άνοδος της συγκεκριμένης αγοράς σε Αμερική και Ευρώπη ήταν αυτή που μας ώθησε να κάνουμε μια βόλτα στα δισκοπωλεία της Αθήνας. Τα μηνύματα από το σύνολο των ιδιοκτητών δισκοπωλείων αποδεικνύουν, πως η Ελλάδα ακολουθεί τη δυναμική επιστροφή των κυρίαρχων αγορών με αργούς όμως ρυθμούς και με τα «παρατράγουδα» που κάθε αύξηση συνεπάγεται.

Παρόλα αυτά οι προοπτικές χαρακτηρίζονται ακόμα και ελπιδοφόρες από κάποιους εφόσον στον συγκεκριμένο ήχο στρέφονται ακόμα και οι μη εξοικειωμένοι με αυτόν νέοι. Οι φανατικοί του downloading, φαίνεται πως προτιμούν να αποκτήσουν ένα κομμάτι ή συγκρότημα που αγαπούν, σε ένα υλικό που δεν κρεμούν οι νοικοκυρές στα μπαλκόνια τους …

Εκτός από τη μακρά ιστορία του άλλωστε, το βινύλιο είναι ένα αντικειμένου που προσφέρει μια ολοκληρωμένη μουσική εμπειρία για περισσότερες, από αυτήν της ακοής, αισθήσεις … Αυτός είναι και ο λόγος που, σύμφωνα με τους λάτρεις του, δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει…

Ζαχαρίας – Μοναστηράκι


Γιάννης: «Το βινύλιο προσφέρει μια ολοκληρωμένη μουσική εμπειρία. Εμείς ταξιδεύουμε σε όλο τον κόσμο για την εντοπίσουμε…»


Το δισκοπωλείο Ζαχαρίας υπάρχει στο Μοναστηράκι από την δεκαετία του ’90, «Το ’93 ανοίξαμε. Παρά την εξάπλωση του cd ένα μεγάλο μέρος βινυλιόφιλων δεν τσίμπησε και συνέχισε να αγοράζει δίσκους. Έτσι αποδείχτηκε μια καλή εποχή, με συμφέρουσες τιμές για όσους σκόπευαν να φτιάξουν δισκοθήκη» αναφέρουν οι υπάλληλοι του δισκοπωλείου. Το εν λόγω κατάστημα, είναι από τα πρώτα που μας επιβεβαιώνει την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το βινύλιο τόσο στο νεανικό όσο και στο συλλεκτικό κοινό. «Το είδος που προτιμούν οι νέοι είναι κυρίως το Hip Hop χωρίς να περιορίζονται απαραίτητα εκεί» αναφέρει ο Γιάννης, υπάλληλος του καταστήματος.

Η ειδοποιός διαφορά όμως, σύμφωνα με τους υπαλλήλους του μαγαζιού, είναι η μείωση του ποσού που μπορούν να διαθέσουν οι καταναλωτές. Ενώ στο εξωτερικό ένα συλλεκτικό βινύλιο ιδιαίτερα σπάνιο μπορεί να αγγίξει τις 3.000 με 4.000 χιλιάδες, στην Ελλάδα δεν ξοδεύονται τέτοια ποσά. Η τιμή που πληρώνει συνήθως ένας συλλέκτης σήμερα κυμαίνεται από 80 έως 100 ευρώ.


«Οι συλλεκτικοί δίσκοι άλλωστε πωλούνται πλέον περισσότερο διαδικτυακά» μας ενημερώνουν οι υπάλληλοι. Όπως στα περισσότερα δισκοπωλεία που επισκεφτήκαμε, έτσι και στο Ζαχαρία «τα σπάνια» στολίζουν τους τοίχους. Δίπλα τους βρίσκονται κρεμασμένοι και μερικοί χρυσοί δίσκοι. «Δεν παίζουν βέβαια, υπάρχουν απλά τιμής ένεκεν» εξηγεί ο Γιάννης.

Σε κάποια από αυτά πωλούνται και πικ απ με συνηθέστερο μοντέλο το ανθεκτικό Mk-2 της Technics. Η τιμή του μπορεί να κυμανθεί από 300 έως και 500 ευρώ ανάλογα με την κατάστασή.

Ο λόγος σύμφωνα με τους υπαλλήλους του καταστήματος που επιστρέφει ο κόσμος στο βινύλιο, είναι ο ήχος. «Αν ακούσεις ένα μουσικό κομμάτι σε cd και στη συνέχεια σε βινύλιο διαπιστώνεις αμέσως πόσο πιο ψυχρό είναι το ψηφιακό από το αναλογικό». Ένα άλλο πλεονέκτημα είναι και η συνολική αίσθηση που σου προσφέρει ο δίσκος σαν αντικείμενο. « Το εξώφυλλο, η φροντίδα που χρειάζεται ακόμα και τη στιγμή που θα τον βάλεις να παίξει, πόσο μαλακά πρέπει να ακουμπήσεις τη βελόνα στην επιφάνεια του. Ασχέτως αν το cd βολεύει από άποψη αποθήκευσης το βινύλιο προσφέρει μια ολοκληρωμένη μουσική εμπειρία. Δεν είναι λίγοι οι πελάτες που προτού αγοράσουν ένα μεταχειρισμένο δίσκο τον κοιτούν εξεταστικά σαν να κρατούν στα χέρια τους κάτι έμψυχο».


Τα πιο ακριβά κομμάτια του καταστήματος, που προ κρίσης έφταναν και τα 300 ευρώ, σήμερα δεν ξεπερνούν τα 100. Οι υπάλληλοι συνεχίζουν να ταξιδεύουν, αν και πιο αραιά, σε όλο τον κόσμο στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν το εμπόρευμα. Παλαιότερα έκαναν τουλάχιστον 5 ταξίδια το χρόνο. «Για να εντοπιστούν οι δίσκοι χρειάζεται αρκετό ψάξιμο και διευρυμένες μουσικές γνώσεις. Πρέπει να ξέρεις τι αγοράζεις. Βινύλια που πολλές φορές δεν σημαίνουν κάτι για εσένα, αποδεικνύονται πολύτιμα για το συλλεκτικό κοινό».

Στο δισκοπωλείο Ζαχαρίας συναντάμε και τον Νίκο, έναν τακτικό πελάτη που επισκέπτεται το κατάστημα τουλάχιστον μια φορά το μήνα. «Ο ήχος δεν έχει καμία σχέση με όλους τους άλλους. Την περίοδο που κυκλοφόρησε το cd παρασύρθηκα αλλά στη συνέχεια επέστρεψα στο βινύλιο». Ο Νίκος διαθέτει το μήνα 100 με 150 ευρώ για δίσκους χωρίς το επάγγελμά του να έχει σχέση με την μουσική. Στη συλλογή του υπάρχουν περίπου 800 δίσκοι αν και ο ίδιος δεν χαρακτηρίζει τον εαυτό του συλλέκτη. «Εγώ έχω στη δισκοθήκη μου μόνο αυτά που ακούω. Όταν κάτι δεν μ’ αρέσει και δεν το ακούω συνήθως το επιστρέψω και να πάρω κάτι άλλο».

Mr Vinilios – Μοναστηράκι

Δημήτρης: «Το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας κινείται σε ίδια μονοπάτια που κάνουν συνεχώς κύκλους»



Λίγο πιο κάτω, σε μια στοά, συναντάμε το δισκοπωλείο «Mr. Vinylios». Υπάρχει εκεί σχεδόν είκοσι χρόνια, από το 1996. Ο Δημήτρης, υπάλληλος του καταστήματος μας βεβαιώνει πως η κρίση υπάρχει αλλά φαίνεται να υποχωρεί. «Αν και είδος υπό εξαφάνιση παρουσιάζει μια κάποια άνοδο αφού υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμούν τη διαφορά του ήχου, την οποία για να αναλύσουμε χρειαζόμαστε ώρες» μας ενημερώνει ο Δημήτρης και συμπληρώνει πως «άλλο είναι να επισκέπτεσαι ένα μουσείο για να θαυμάσεις έναν αυθεντικό πίνακα και άλλο να κοιτάς μετέπειτα τη φωτογραφία που τράβηξες».

Το βινύλιο, όπως λέει, διέθετε πάντα συλλεκτικό κοινό. «Υπάρχουν περιπτώσεις που κάποιοι συλλέκτες πληρώνουν αστρονομικά ποσά για έναν δίσκο. Η σημερινή τιμή ενός δίσκου του John Lenon, για παράδειγμα, μπορεί να φτάσει και τα 50.000 ευρώ» λέει την στιγμή που μας δείχνει τον ακριβότερο δίσκο του μαγαζιού που κοστίζει 250 ευρώ.



«Τώρα πια την πελατεία αποτελούν λίγοι και καλοί. Βέβαια η πτώση δεν προκύπτει υπολογίζοντας τον αριθμό των πελατών εφόσον κάποτε μπορεί να ψώνιζαν 1.000 άνθρωποι 1.000 δίσκους, ενώ σήμερα 100 άνθρωποι 600 δίσκους. Η πτώση των καταναλωτών δεν είναι ανάλογη αυτής του όγκου των πωλήσεων». Αρκετοί είναι άλλωστε και οι τακτικοί πελάτες που δαπανούν 50 ή 100 ευρώ την εβδομάδα για την αγορά δίσκων. «Λίγο αυτοί, λίγο το internet επιβιώνουμε. Πουλάμε άλλωστε οτιδήποτε οπουδήποτε εφόσον γνωρίζουμε από μουσική κάτι παραπάνω από το μέσο όρο» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Κριτήριο επιλογής των βινυλίων ουσιαστικά δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν εντοπίζεται εύκολα. «Κάποιοι φαίνεται πως ψωνίζουν ακόμα κι από κεκτημένη ταχύτητα. Απορείς καμιά φορά που προτιμούν κάποιους δίσκους έναντι άλλων. Με τον καιρό κατάλαβα πως αυτό συμβαίνει γιατί μέχρι εκεί ασχοληθήκαν. Αν μπορούσες να επιβάλλεις σε κάποιους πελάτες να αγοράσουν άλλους δίσκους από αυτούς που ψάχνουν είναι σίγουρο πως θα επιβεβαίωναν στο τέλος πως αυτό που τους έδωσες ήταν αυτό που ήθελαν». Οι τάσεις άλλωστε διαμορφώνονται από τα μέσα ενημέρωσης, από άρθρα που δημοσιεύονται καθώς και από τις επιτυχημένες καμπάνιες των δισκογραφικών εταιρειών όπως προσθέτει ο Δημήτρης. Εξαιτίας αυτού το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας κινείται σε ίδια μονοπάτια που κάνουν συνεχώς κύκλους. «Μπορεί να υπάρξει υπέρμετρη ζήτηση για Σαββόπουλο, ή για Σιδηρόπουλο, ενώ νωρίτερα ζητούσαν συνεχώς Χατζηδάκη ή ρεμπέτικα. Δεν μπορεί κανείς να το υπολογίσει, εμφανίζονται κύματα ανθρώπων που ζητάνε τα ίδια πράγματα ανά περιόδους. Τώρα πια η αγορά δίσκου έχει γίνει εν μέρει της μόδας, γι’ αυτό επισκέπτονται το μαγαζί και μικρότερες ηλικίες , νέοι 15 και 16 ετών, κάπως πιο ψαγμένοι, που αγοράζουν δίσκους για τους ίδιους ή για δώρο».


Το Mr Vinilios, όπως μας ενημερώνει ο Δημήτρης, διαθέτει την μεγαλύτερη ελληνική δισκοθήκη σε σχέση με άλλα δισκοπωλεία. Στο μαγαζί υπάρχουν 50.000 τίτλοι δίσκων οι οποίοι ανανεώνονται καθημερινά. «Δεν προμηθευόμαστε μόνο από εξωτερικό αλλά κι από Ελλάδα ακόμα κι από αυτούς που ήδη έχουν μια συλλογή».

Το κατάστημα ανήκει στον Ιωάννη Μαύρο ο οποίος μαζί με τον Δημήτρη έχοντας ως χόμπι την μουσική θέλησαν κάπου να την στεγάσουν. Ο Δημήτρης έχει στην προσωπική του συλλογή άλλωστε ίσως και περισσότερους δίσκους από ότι στο δισκοπωλείο…

7+7 – Μοναστηράκι

Κώστας: «Η άνοδος έρχεται αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα…»



Ένα μαγαζί με μακρά ιστορία είναι και το 7+7, που υπάρχει στο ίδιο σημείο από το 1977. Όπως μας ενημερώνει ο Κώστας, το κατάστημα άνοιξε το 1960, ονομαζόταν Βασίλακας και στεγαζόταν λίγο πιο κάτω. «Όταν το κληρονόμησα από τον παππού μου ήταν εντελώς διαφορετικό. Το ανακαίνισα και επιμελήθηκα ο ίδιος το χώρο στυλιστικά». Μουσικά όργανα και αναπαλαιωμένα ποδήλατα διακοσμούν το μαγαζί δημιουργώντας ένα φιλικό και ζεστό περιβάλλον. Το 7+7 δίνει μια μικρή έμφαση στο κλασσικό rock, το metal, τη jazz και το ελληνικό τραγούδι αλλά στα ράφια του βρίσκει κανείς και «μαύρα» (soul, funk, κτλ.).


Σύμφωνα με τον Κώστα η άνοδος αχνοφαίνεται, αλλά δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα. Επιβεβαιώνει κι εκείνος την ύπαρξη συλλεκτών, χωρίς όμως να είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν υπέρογκα ποσά. Και φυσικά υπάρχουν και οι σταθεροί πελάτες που επισκέπτονται το μαγαζί μια δυο φορές την εβδομάδα. «Αν δεν βρει αυτό που ψάχνει θα αγοράσει αυτό που ήθελε την προηγούμενη φορά και δεν το πήρε, αλλά πάντα κάτι θα πάρει». Η τιμή των δίσκων ξεκινά από 0,50 ευρώ και ανεβαίνει. Μια μέση τιμή για έναν, όχι σπάνιο, δίσκο κυμαίνεται γύρω στα 10 ευρώ.


Αν και το cd δεν κινείται ιδιαίτερα , υπάρχουν ακόμα άτομα που το αγοράζουν. Βέβαια ο αριθμός είναι πολύ μικρός σε σχέση με παλαιότερα, ειδικά την περίοδο που πρωτοκυκλοφόρησε. Ως λάτρης της μουσικής, και ο ιδιοκτήτης του 7+7, είχε παλαιότερα στη συλλογή του μεγάλο αριθμό δίσκων. «Μέχρι που μια μέρα η γυναίκα μου με ενημέρωσε πως πρέπει να διαλέξω : ή δωμάτιο δίσκων ή παιδικό. Κι έτσι έφερα όλους τους δίσκους στο μαγαζί …» αναφέρει χαριτολογώντας.

Sound Effect – Εξάρχεια

Γιάννης Ανδριόπουλος : «αυτό που πρέπει να θυμάται ο καταναλωτής είναι πως η αγορά διαμορφώνεται από την ζήτηση κι όχι από την προσφορά…»



Μετά την αγορά στο Μοναστηράκι, επισκεφτήκαμε τη δεύτερη περιοχή που συναντώνται αρκετά δισκοπωλεία, τα Εξάρχεια. «Το μαγαζί το άνοιξα λίγο πριν αλλάξουμε νόμισμα, πριν περίπου 14 χρόνια. Τότε ήταν η περίοδος που άνθιζε το cd αυτό ήταν και η αφορμή για να το αποφασίσω. Τα ήδη υπάρχοντα δισκοπωλεία έδιωχναν τα βινύλια για να υποδεχτούν το νέο τότε cd. Πιστεύοντας εγώ στο βινύλιο αγόραζα ότι έδιωχναν σε τιμή ευκαιρίας. Έτσι έφτιαξα ένα στοκ και άνοιξα το δισκοπωλείο».

Ο κ. Ανδριόπουλος έχει κάνει σχεδόν τα πάντα στο χώρο της μουσικής. Έχει εργαστεί ως dj, ως τεχνικός ήχου, ως παραγωγός ραδιοφώνου, κάποτε εξέδιδε κι ένα μικρό ανεξάρτητο περιοδικό, ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολείται και με την παραγωγή δίσκων. «Το μόνο που δεν έχω κάνει ακόμη είναι να συνθέσω μουσική σαν καλλιτέχνης» αναφέρει χαριτολογώντας.



Η επιστροφή του κόσμου στο βινύλιο είναι αναμενόμενη σύμφωνα με τον κ . Ανδριόπουλο. «Απλώς προσδιορίστηκε πλέον σε μια πιο mainstream βάση». Ποτέ άλλωστε δεν σταμάτησε να παράγεται όπως μας ενημερώνει ενώ συμπληρώνει πως «η τάση σίγουρα προέρχεται από έξω και εκεί είναι μεγαλύτερη, ούτως η άλλως η Ελλάδα δεν είναι από τις χώρες που διαμορφώνουν την αγορά».

«Η άνοδος βέβαια συνεπάγεται και τα άσχημά της, διότι μαζί με αυτή επέστρεψαν και οι γύπες των μεγάλων εταιρειών στο βινύλιο και έχουν αρχίσει τα παρατράγουδα της αύξησης τιμών, των όχι και τόσο ποιοτικών παροχών κλπ.» αναφέρει ο ιδιοκτήτης.

Το 95% των δίσκων το προμηθεύεται είτε από το εξωτερικό, από προσωπικές εισαγωγές ή από μεγάλους διανομείς ακόμα και απευθείας από κάποιες δισκογραφικές εταιρείες. Κάνει βέβαια και κάποιες παραγωγές δικές του. Ο κ. Ανδριόπουλος διατηρεί δισκογραφική εταιρεία με την ίδια επωνυμία με το κατάστημα, εδώ και 12 χρόνια. «Τα τελευταία 20 χρόνια δεν υπάρχει παραγωγή δίσκων στην Ελλάδα, γίνεται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης». Η πιο κοντινή στην Ελλάδα χώρα που είναι κι αυτή που κρατάει τον μεγαλύτερο όγκο της παραγωγής είναι η Τσεχία.



Ένα διαφορετικό πρόβλημα που εντοπίζει ο κ. Ανδριόπουλος είναι αυτό της υπερπαραγωγής δίσκων. Ταυτόχρονα υπογραμμίζει πως η Ελλάδα αποτελεί μια καλή αγορά αναλογιζόμενος κανείς την μουσική βιομηχανία και τον πληθυσμό της χώρας. «Είμαστε από τους δυνατούς παγκόσμιους αγοραστές - φίλους της μουσική. Ειδικά τον τελευταίο καιρό είναι μεγάλος ο αριθμός των Ελλήνων που πουλάνε ακόμα και μέσω διαδικτύου. Σκεφτείτε πως βρισκόμαστε στην 7η ή 8η θέση ανεβασμένου υλικού προς πώληση» σημειώνει.

Στο κατάστημα συναντάμε πάνω από 25.000 τίτλους, ενώ άλλοι 15.000 υπάρχουν στην αποθήκη. Ανάμεσα σε αυτούς συναντώνται και σπάνιοι που κοστίζουν έως και 500 ευρώ. Ένας απ’ αυτούς που επιλέγει να μας δείξει ο ιδιοκτήτης του Sound Effect είναι το «Συμπόσιο» του Νίκου Σπανού, η πρώτη έκδοση.


Φεύγοντας απευθύνει και μια συμβουλή στους αγοραστές. «Η αγορά διαμορφώνεται από τη ζήτηση κι όχι από την προσφορά, γι’ αυτό αν προσέχει ο κόσμος κι είναι όσο πιο συνετός και συνειδητοποιημένος καταναλωτής γίνεται, είτε στο βινύλιο, είτε στο γάλα, είτε στο ψωμί, θα βρει μπροστά του καινούργιους και σωστότερους κανόνες.

Rhythm Records – Εξάρχεια

«Τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρείται 20% αύξηση στην τιμή των βινυλίων των μεγάλων δισκογραφικών.»




Στο ίδιο σημείο επί 15 χρόνια, το δισκοπωλείο Rhythm Records. Ο ιδιοκτήτης του, Σταύρος, παρατηρεί μια μείωση στους φανατικούς του βινυλίου. «Τα πράγματα είναι λίγο πεσμένα, υπάρχουν φανατικοί αλλά ο αριθμός τους είναι μικρότερος από ότι παλιά».



Ο Σταύρος που πουλάει βινύλιο όλα τα χρόνια, επιβεβαιώνει πως τον τελευταίο καιρό η αγορά ανεβαίνει αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς. «Αυτό που δεν βοηθάει είναι η αύξηση των δισκογραφικών η οποία ξεκίνησε με το που διαγράφηκε μια κάποια άνοδος. Τα τελευταία 2 χρόνια η τιμή των βινυλίων έχει αυξηθεί περίπου 20%. Τα βινύλια των πολυεθνικών έφτασαν να κοστίζουν 25 ευρώ και πάνω» επισημαίνει ο Σταύρος.



Στα ράφια του φιλοξενεί κυρίως Alternative, Post, Garage, Punk, Heavy, Rock, Stoner και Reggae, το 95% των οποίων εισάγονται από το εξωτερικό. Αν και επισκέπτονται και συλλέκτες το μαγαζί, ο αριθμός τους δεν είναι μεγάλος, αφού κατά κύριο λόγο δεν εμπορεύεται μεταχειρισμένα βινύλια. Παρόλα αυτά ειδικεύεται στις παραγγελίες, οπότε πελάτες που αναζητούν κάτι συγκεκριμένο συχνά απευθύνονται σε αυτόν.

Ο λόγος που διατηρεί το κατάστημα όλα αυτά τα χρόνια παρά την κρίση, δεν είναι άλλος από την αγάπη του για τη μουσική.

Dark Side – Εξάρχεια

Ευάγγελος: «Τα μικρότερα δισκοπωλεία εξειδικεύονται για να επιβιώσουν…»




Ο Ευάγγελος στο Dark Side ειδικεύεται κυρίως σε Rock και Heavy Metal ήχους, αν και υπάρχουν και μερικοί δίσκοι των ‘80s. «Συνήθως τα μαγαζιά της περιοχής, όπως και τα μικρά μαγαζιά, εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα είδη μουσικής αφού αυτό βοηθάει στο να επιβιώσουν».



Η άνοδος του βινυλίου υπάρχει και αποτυπώνεται και στη συνολικότερη εικόνα της μουσικής αγοράς όπως μας λέει ο Ευάγγελος. «Εμείς το παρατηρούμε έντονα γιατί το κατάστημα δουλεύει αρκετά και με το εξωτερικό. Αν και όλα τα δισκοπωλεία πλέον δουλεύουν περισσότερο διαδικτυακά…» συμπληρώνει.



Fuzz Overdose – Εξάρχεια

Τριάντης Χρήστος : «Η αισχροκέρδεια του cd συνέβαλε στην κρίση που αντιμετώπισε η αγορά…»




Garage, Surf, Rock & Roll, Punk Rock, Psych, Stoner είναι κυρίως οι ήχοι που βρίσκει κανείς στο Fuzz Overdose στα Εξάρχεια. Στο μαγαζί υπάρχουν και καινούργια και μεταχειρισμένα βινύλια με ειδίκευση κυρίως στο είδος. «Κατά κύριο λόγο η μουσική που περιλαμβάνει το μαγαζί είναι αναβιωτική του ήχου των 60s & 70s» μας ενημερώνει ο κ. Τριάντης, ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Αν και το συγκεκριμένο είδος μουσικής έχει κοινό, η πελατεία μοιράζεται αφού είναι αρκετά μεγάλη και η προσφορά, με πέντε δισκοπωλεία να ειδικεύονται στα εν λόγω είδη.

Οι τιμές για τις καινούργιες παραγωγές ξεκινούν από 12 και φτάνουν τα 25 ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Τριάντη υπάρχει κόσμος που προτιμά το βινύλιο αλλά αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα αύξηση στις πωλήσεις. «Κόσμος πάντα υπήρχε αλλά οι πωλήσεις προ κρίσης παρουσιάζονταν διπλάσιες. Κατά έναν περίεργο λόγο, αυτό που σημειώνει άνοδο είναι οι ελληνικές παραγωγές και οι ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες. Ο τζίρος τους όμως είναι πεσμένος αφού ο κόσμος προτιμά το παλιό και φτηνό βινύλιο».

Το cd δεν πουλάει ιδιαίτερα σήμερα όπως αναφέρει ο κ. Τριάντης. «Όταν μπορεί να βρεθεί το mp3, και μάλιστα χωρίς κόστος, γιατί να προτιμήσουν το cd. Οι καταναλωτές προβαίνουν σε αγορά cd ή βινυλίου μόνο αν κάτι είναι καλό. Στην περίπτωση που κυκλοφορούν και τα δύο πιο πιθανό είναι να προτιμηθεί το βινύλιο» συμπληρώνει.



Σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη του Fuzz, η πειρατεία δεν είναι η μοναδική αιτία που εντείνει την κρίση. «Αντικειμενικά θα έπρεπε να καταπολεμηθεί αλλά είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Άλλωστε και στη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 υπήρχε πειρατεία, ακόμα και στις κασέτες. Παρόλα αυτά τότε ο κόσμος αγόραζε περισσότερο βινύλια». Ένας άλλος λόγος που εντείνει το πρόβλημα ίσως είναι και η υπερπροσφορά. «Σίγουρα πάντως δεν είναι η εμφάνιση του cd αυτή που δημιούργησε το πρόβλημα εξ αρχής. Νομίζω πως κάποιες εταιρείες αντιλαμβανόμενες το εύκολο χρήμα, άρχισαν να χρεώνουν το cd 20 ευρώ την ώρα που το κόστος του ήταν από 0,50 έως 3 ευρώ. Νομίζω σ’ αυτή την αισχροκέρδεια οφείλεται η κρίση».

Εν μέρει ενθαρρυντικό είναι πως σήμερα υπάρχουν ιστότοποι που χρεώνουν το mp3, 5 ή 6 ευρώ, όπως μας πληροφορεί ο κ. Τριάντης. «Το να χρεώνεις τον αέρα άλλωστε είναι κι αυτό μια κάποια λύση»…

Art Rat – Εξάρχεια

Αλέκος Οικονόμου: «Πειρατικά βινύλια υπάρχουν ήδη από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα αλλά οι πειρατές του χθες ήταν μερακλήδες»




Ο κ. Οικονόμου άνοιξε το Art Rat το 1992. Η έμπνευση για το όνομα του μαγαζιού προέκυψε διαβάζοντας κάποια συνέντευξη της Patti Smith που το ανέφερε. Άλλωστε ταίριαζε με την περίπτωσή του, αφού μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος και όλοι στη γειτονιά τον φώναζαν, ως είθισται, «αρουραίο».

Ο αριθμός των δισκοπωλείων δεν έχει μειωθεί. «Το 1992 που άνοιξα το μαγαζί ήμουν εγώ κι άλλο ένα δισκοπωλείο στο δρόμο, ενώ σήμερα βλέπει κανείς πολύ περισσότερα» μας ενημερώνει.

Σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου το πρόβλημα της κρίσης των δισκοπωλείων εντοπίζεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος από τα νέα παιδιά. «Δεν ανανεώνεται πλέον το πελατολόγιο. Αν και έρχονται κάποιοι, δεν υπάρχει νέος κόσμος που να συγκροτεί μαζική αγορά. Δεν είναι σύνηθες ένα παιδί να μπει στη διαδικασία να αγοράσει ηχοσύστημα και να αρχίσει να ακούει βινύλια» λέει χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα η δυνατότητα του να κατεβάζεις μουσική από τον υπολογιστή προσφέρει μια ασύγκριτη ευκολία.



Όσο για την πειρατεία, ο κ. Οικονόμου αναφέρει πως υπήρχε ανέκαθεν, ακόμα και στους δίσκους. «Αν ένας δίσκος πήγαινε καλά και κόστιζε ακριβά, από παλιά τυπωνόταν και ο αντίστοιχος πειρατικός. Και μάλιστα τα πειρατικά βινύλια εντοπίζονται δυσκολότερα από όσους δεν έχουν την ανάλογη εξειδίκευση». Η διαφορά του παλιού πειρατικού δίσκου εντοπίζεται στην καλή ποιότητα του ήχου αφού όπως μας ενημερώνει «οι πειρατές του βινυλίου του χθες ήταν μερακλήδες». Σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου ο τρόπος για να εντοπίσει κάποιος έναν πειρατικό δίσκο είναι η υφή του εξωφύλλου - από την εσωτερική του πλευρά το χαρτόνι είναι διαφορετικής ποιότητας - ενώ πολλές φορές διαφέρει και η ετικέτα. Για του λόγου το αληθές ο ιδιοκτήτης μας δείχνει ένα πρόσφατα αποκτηθέν πειρατικό βινύλιο. «Αυτό το βινύλιο είναι επανέκδοση που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του 70. Η ετικέτα της επανέκδοσης δεν ήταν λευκή. Ο εντοπισμός του πειρατικού απαιτεί ιδιαίτερη γνώση της μουσικής βιομηχανίας γι’ αυτό αρκετές φορές είναι απαραίτητος ο ειδικός».



Ο πειρατικός δίσκος που μας δείχνει, είναι αγορασμένος διαδικτυακά από ιστότοπο με χιλιάδες καθημερινούς επισκέπτες. Ακόμα και η τιμή ενός βινυλίου αποτελεί για τους γνώστες του αντικειμένου ένδειξη αυθεντικότητάς. «Ο πειρατικός κοστίζει 25 δολάρια την ώρα που ο αυθεντικός πωλείται 100. Πρέπει ο καταναλωτής να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός».

Η συλλογή του ιδιοκτήτη περιλαμβάνει 50.000 δίσκους αφού όπως αναφέρει ο καλύτερος πελάτης του καταστήματος είναι ο ίδιος. Στο μαγαζί εντοπίζει κανείς όλο το φάσμα του Rock και ελληνικό ρεπερτόριο με τους σπάνιους συλλεκτικούς δίσκους να κοστίζουν έως και 1.000 ευρώ.



Plan 59 - Εξάρχεια

Θανάσης: Η αναλογική αποτύπωση της κυματομορφής κάνει μοναδικό τον ήχο του βινυλίου αφού ακούς ό,τι υπάρχει…»




«Από την μεγάλη αγάπη μου για τη μουσική και το βινύλιο, το 2006 αποφάσισα να ανοίξω ένα μαγαζί κυρίως για να βρίσκω δίσκους για μένα» αναφέρει χαριτολογώντας ο Θανάσης, ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου Plan 59 στα Εξάρχεια.

Η αγάπη του για το βινύλιο οφείλεται στη διαφορά του ήχου που προσφέρει. « Η αναλογική αποτύπωση της κυματομορφής πάνω στο βινύλιο συμβάλει στο να ακούς οτιδήποτε υπάρχει. Στο cd αποτυπώνονται δείγματα, οπότε όσα κι αν είναι, το βάθος μειώνεται και ο ήχος παρουσιάζεται πιο στεγνός. Αυτός, νομίζω, είναι και ο λόγος που όλο και περισσότερες εταιρείες ξανατυπώνουν βινύλιο». Από εκεί και πέρα είναι και το φετίχ του συγκεκριμένου αντικειμένου όπως συμπληρώνει. «Είναι ένα αντικείμενο που το ευχαριστιέσαι, το αγγίζεις, το κοιτάς, το χαϊδεύεις, το αγαπάς…».

Το μαγαζί δεν πουλά κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής, ενώ διαθέτει τόσο μεταχειρισμένους όσο και καινούργιους δίσκους. «Ένας γενικός προσανατολισμός θα μπορούσε να είναι η rock μουσική, η jazz και παρεμφερή είδη. Δεν θα βρεις εύκολα λαϊκά εδώ όπως και στα υπόλοιπα δισκοπωλεία της περιοχής».



Ενθαρρυντικό για τον Θανάση είναι το γεγονός πως το αγοραστικό κοινό εμπλουτίζεται τα τελευταία χρόνια με νεολαία. «Μάλιστα υπάρχουν και πελάτες που έρχονται και αγοράζουν χωρίς καν να έχουν πικάπ, επειδή αγαπούν το αντικείμενο σαν αντικείμενο» αναφέρει.

Την άποψη πως δεν ευθύνεται η πειρατεία για την πτώση του βινυλίου ασπάζεται και ο ιδιοκτήτης του Plan 59. «Όταν πρωτοεμφανίστηκε το cd, το βινύλιο έπεσε γιατί ο κόσμος θεώρησε πως η ποιότητα του ήχου θα είναι ίδια. Επίσης προτιμήθηκε λόγω μικρότερου μεγέθους και μεγαλύτερης ποικιλίας, αφού έβρισκες κομμάτια που δεν εντόπιζες εύκολα σε βινύλιο». Όσο για τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα σύμφωνα με τον κ.Οικονόμου το διαδεδομένο downloading είναι χρήσιμο μόνο για να γνωρίσεις μια μουσική όχι για να την ακούσεις…

Τα κριτήρια που καθορίζουν την τιμή πώλησης ενός μεταχειρισμένου δίσκου είναι η παλαιότητά του, η ζήτηση αλλά και η κατάσταση του. «Για παράδειγμα ο δίσκος των Beatles με τα σφαγμένα μωρά στο εξώφυλλο σήμερα μπορεί να πωλείται 7.000 ή και 8.000 ευρώ» λέει αναφερόμενος στο χαρακτηριζόμενο ως «Bucher Baby» cover του ιστορικού “Yesterday and Today» των Beatles.



Στη συνέχεια μας δείχνει έναν ελληνικό σπάνιο δίσκο που περιλαμβάνει μια σύνθεση του Νίκου Σκαλκούτα και μια του Μάνου Χατζηδάκη σε εκτέλεση Μαρίκας Παπαϊωάννου. «Ο δίσκος ανήκει στην προσωπική μου συλλογή και πωλείται σήμερα στα 1.000 ευρώ μέσω διαδικτύου. Βέβαια μια λογική τιμή γι’ αυτό είναι 300 ή 350 ευρώ» τονίζει ενώ αναφέρει πως η υπερτιμολόγηση είναι «μια συνηθισμένη εμπορική τεχνική για να αυξηθεί η αξία των δίσκων και κατ’ επέκταση το κέρδος».

Σε μια προσπάθεια προσδιορισμού του κόστους των βινυλίων, ο κ. Οικονόμου αναφέρεται και στην απουσία εργοστασίων εντός ελληνικών συνόρων που τυπώνουν δίσκους. «Η θρυλική Columbia, η Βεντέτα της Πόλης Πάνου, η FabelSound δεν υπάρχουν πια. Η τελευταία έκλεισε το 1999 έτσι εδώ και 15 χρόνια οι δίσκοι τυπώνονται στο εξωτερικό. Αν υπήρχαν εργοστάσια στην Ελλάδα σίγουρα θα μειωνόταν το κόστος αφού τα μεταφορικά θα ήταν λιγότερα».

Η υποδομή όμως που απαιτείται για ένα τέτοιο εργοστάσιο είναι και ο βασικός λόγος που είναι δύσκολο να ανοίξει σήμερα εντός ελληνικών συνόρων όπως μας ενημερώνει. «Όταν τυπώνεται ένας δίσκος, χρησιμοποιείται κρύο και ζεστό νερό. Αρχικά το ζεστό λιώνει το βινύλιο και μετά το κρύο το σταθεροποιεί. Και μόνο αυτή η διαδικασία απαιτεί συγκεκριμένα ντεπόζιτα και αντλίες με ανάλογη πίεση, άρα το κόστος εκτινάσσεται. Άσε που αν κάποιος αποφασίσει να ανοίξει ένα τέτοιο εργοστάσιο, το πιο πιθανό είναι να το πραγματοποιήσει εκτός Ελλάδος για τους γνωστούς σε όλους μας λόγους… » αναφέρει δηκτικά σχολιάζοντας εκτός από την ελληνική μουσική βιομηχανία και την ελληνική πραγματικότητα στο σύνολό της…


Δείτε και το βίντεο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου