Τα 15 πιο όμορφα κάστρα της Ελλάδας
Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πιο καλοδιατηρημένα κάστρα της Ευρώπης. Χτίστηκε το 1309 όταν το νησί πουλήθηκε στους Ιωαννίτες Ιππότες. Το τάγμα του Αγίου Ιωάννη ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με στόχο τη νοσηλεία και περίθαλψη των προσκυνητών και σταυροφόρων, αλλά πολύ σύντομα μετεξελίχθηκε σε μάχιμη στρατιωτική μονάδα που απέκτησε μεγάλες εκτάσεις γης. Όταν οπισθοχώρησε από την Ιερουσαλήμ και αργότερα από την Κύπρο, το τάγμα ίδρυσε την έδρα του στη Ρόδο και απέκτησε ηγετικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη διάρκεια της παραμονής των Ιπποτών στη Ρόδο, οι οχυρώσεις επεκτάθηκαν, εκσυγχρονίσθηκαν και ενισχύθηκαν. Ένα νοσοκομείο, ένα παλάτι, αρκετές εκκλησίες ήταν ορισμένα από τα πολλά δημόσια κτίρια που αναγέρθηκαν την εποχή αυτή. Τα κτίρια αυτά αποτελούν αξιοσημείωτα παραδείγματα Γοτθικής κι Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης αντιστάθηκαν και στη πολιορκία του Μωάμεθ Β' του Πορθητή, το 1480, που κατέληξε στην ήττα της υπέρτερης αριθμητικά τουρκικής δύναμης. Το 1522, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατόρθωσε, μετά από εξαντλητική για τον πληθυσμό πολιορκία, να συνθηκολογήσει με τους Ιππότες. Το τάγμα υποχρεώθηκε να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους και να αποσυρθεί στη Μάλτα, αφήνοντας πίσω πλήθος μνημείων, ανεξίτηλα ίχνη της παρουσίας του στο νησί. Τα όρια του κάστρου ορίζονται από τα τείχη του, που με τη σειρά τους οριοθετούν την τάφρο που το περιζώνει. Πετρόχτιστες γέφυρες ενώνουν τη σύγχρονη πόλη με το κάστρο οδηγώντας προς την παλιά μεσαιωνική πόλη που είναι κτισμένη στο εσωτερικό του. Εκτός από αυτές τις γέφυρες, υπήρχε παλαιότερα ένας ακόμα τρόπος πρόσβασης στο εσωτερικό του κάστρου, μέσω υπόγειων στοών, στις οποίες μπορούσε κανείς να εισέλθει διαμέσου ορισμένων ανοιγμάτων της τάφρου που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Στις μέρες μας ελάχιστες στοές έχουν παραμείνει βατές και οι πιο πολλές έχουν πια καταρρεύσει ή μπαζωθεί. Η ηλικία των περισσοτέρων απ’ αυτές ανάγεται στην εποχή κατασκευής του κάστρου από τους Ιωαννίτες Ιππότες, στις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ.
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα διατηρημένα της δυτικής Ελλάδας. Αποτελείται από τρία διαζώματα, το ακρόκαστρο και έχει σχήμα ωοειδές. Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρωματικών του έργων και κτισμάτων σχεδιάστηκε από Ενετούς μηχανικούς στις αρχές του 13ου αιώνα, κυρίως πάνω στα παλιά, βυζαντινά, ερειπωμένα τείχη. Στη συνέχεια διευρύνθηκε όπως δείχνουν τα σχέδια µε τις αλλεπάλληλες φάσεις που βρίσκονται στο Κρατικό αρχείο της Βενετίας και μετατράπηκε σε ένα πανίσχυρο φρουριακό συγκρότημα, απόρθητο από ξηρά και θάλασσα. Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο.
Το όνομα «Μονεμβασία» προέρχεται από τις λέξεις «μόνη έμβαση», δηλαδή μοναδική είσοδος. Η πόλη της Μονεμβασιάς ήταν χτισμένη πάνω σ’ ένα βράχο με μοναδική πρόσβαση από τη στεριά μια στενή λωρίδα γης, από την οποία πήρε και το όνομά της. Ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου, το 583, όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έψαχναν να βρουν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων.
Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει όλη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, μ’ ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του τοποθετείται στην περίοδο της Α' Ενετοκρατίας (13ος-15ος αιώνας).
Το κάστρο που βλέπουμε σήμερα, μήκους 65 μέτρων και πλάτους που κυμαίνεται από 17-60 μέτρα, είναι κατασκευή του 15ου αιώνα (1425). Ο εξωτερικός περίβολος του ενισχύεται από δύο τετράγωνους πύργους τοποθετημένους στις βόρειες γωνίες, έναν πολυγωνικό στο μέσο της ανατολικής πλευράς και έναν προμαχώνα στη ΝΑ γωνία. Στο νότιο τμήμα του κάστρου υπήρχαν δεξαμενές νερού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, όπως και κτίσματα για τη φρουρά. Κατά την Επανάσταση του 1821, η αποθήκη πυρομαχικών που διασώζεται στις μέρες μας, χρησιμοποιείτο σαν φυλακή για τους αγωνιστές της Επανάστασης. Επικοινωνία με τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου υπάρχει μέσα από δύο πύλες. Η μία είναι αχρηστευμένη, ενώ η άλλη που βρίσκεται απέναντί της είναι η κύρια είσοδος του κάστρου. Το κάστρο σήμερα χρησιμοποιείται για διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και μαζί με τις καμάρες αποτελούν το σήμα κατατεθέν της Καβάλας.
Είναι κάστρο-πόλη της μεσοβυζαντινής περιόδου (10ος μ.Χ αιώνας), χτισμένο ΝΑ του Ολύμπου, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Ο Πύργος του, που δεσπόζει πάνω στην εθνικό οδό, είναι ένα επιβλητικό μεσαιωνικό φρούριο. Χτίστηκε από τον Ρολάνδο Πίσκια, που το κατέκτησε με προτροπή του Βονιφάτιου του Μομφερατικού. Ανασκαφή του 1995 εντόπισε ίχνη ελληνιστικού τείχους (4ος αιώνας) που επιβεβαιώνουν τις απόψεις ότι εδώ υπήρχε η αρχαία πόλη Ηράκλειο, «πρώτη πόλις Μακεδονίας...» μετά τα Τέμπη, σύμφωνα με πηγή του 360 π.Χ. Το βυζαντινό τείχος συντηρήθηκε από τους Φράγκους μετά το 1204 και τους Βυζαντινούς τον 14ο αιώνα. Το φρούριο ήταν το βασικότερο στήριγμα του δεσποτάτου του Πλαταμώνα. Αργότερα το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι, που το επισκευάζουν, αλλά εξακολουθεί να κατοικείται από Χριστιανούς. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1941) βομβαρδίζεται από τα γερμανικά στρατεύματα. Σημαντικά ευρήματα αποτελούν οι βυζαντινοί ναοί του 10ου-11ου και 18ου αιώνα, τα σπίτια 10ου αιώνα, το τμήμα ελληνιστικού τείχους και η πύλη στο τείχος του ακροπυργίου.
Είναι ένα μικρό νησί μπροστά στο λιμάνι του Ναυπλίου καλυμμένο πλήρως από ένα παλιό ενετικό κάστρο, στο οποίο οφείλει και το όνομά του. Το κάστρο αναγέρθηκε από τους Ενετούς μετά την αποχώρηση του Μαχμούτ Πασά το 1473, εφοδιάζοντάς το με νεώτερα πυροβόλα. Το 1502 μεταβάλλοντας οι Ενετοί με οχυρώσεις τη ΝΔ πλευρά της Ακροναυπλίας σε προμαχώνα με επάλξεις, τον συνέδεσαν με τεχνητό βραχίονα από ογκόλιθους στον οποίο και πρόσδεναν αλυσίδα που έφθανε μέχρι το «Μπούρτζι» για τη προφύλαξη του λιμανιού και της πόλης. Εξ ου και το όνομα «Λιμένας της Αλύσου». Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1698) οι Ενετοί ανήγειραν στο νησάκι ισχυρό πύργο και προμαχώνες με πυροβόλα δημιουργώντας έτσι το γνωστό κάστρο που δεσπόζει σήμερα στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου. Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 το Μπούρτζι καταλήφθηκε το 1822 από 50 οπλοφόρους και 150 πυροβολητές των οποίων ηγούνταν οι Άστιγξ, Άνερμαν, Χάνεκ και Δημ. Καλλέργης, υπό την ηγεσία του Γάλλου ταγματάρχη Φ. Γκιουρντέν, που κανονιοβολούσε το Ναύπλιο από το Μπούρτζι και κατάφερε να ματαιώσει τον «λαθραίο» επισιτισμό των πολιορκούμενων Τούρκων από αγγλικό πλοίο. Στις αιματηρές ελληνικές εμφύλιες διαμάχες (1823–1833), δύο φορές η τότε κυβέρνηση αναγκάσθηκε να καταφύγει στο Μπούρτζι για την ασφάλειά της, στις 25 Μαΐου του 1824 και στις 2 Ιουλίου του 1827. Μετά την έλευση του βασιλιά Γεωργίου Α' και με εντολή του, το 1865, το Μπούρτζι αφοπλίστηκε κι έγινε τόπος διαμονής του δημίου της γκιλοτίνας.
Στην είσοδο του λιμανιού του Ηρακλείου Κρήτης, εκεί που τελειώνει ο δυτικός μώλος, δεσπόζει ένα επιβλητικό κάστρο. Κατά την Ενετοκρατία ήταν γνωστό με τα ονόματα Rocca a Mare ή Castello a Mare ή Castello, δηλαδή κάστρο στη θάλασσα. Επικράτησε τελικά να ονομάζεται Κούλες, όνομα που προέρχεται από την τουρκική ονομασία Su Kulesi. Θεμελιώθηκε την 3η δεκαετία του 16ου αιώνα (1523-1540) πάνω σε ένα μικρό βράχο, όπου παλαιότερα υπήρχε ένας ψηλός στρογγυλός πύργος με επάλξεις. Επειδή ο βράχος ήταν αρκετά μικρός, οι Ενετοί αναγκάστηκαν να τον συμπληρώσουν με αποθέσεις μεγάλων ποσοτήτων βράχων και ογκόλιθων, που μετέφεραν κυρίως από το νησάκι Ντία και την περιοχή Φρασκιών. Συνήθως γέμιζαν με πέτρες παλαιά άχρηστα πλοία και τα βύθιζαν μαζί με το φορτίο τους στη βόρεια και δυτική πλευρά του βράχου για να αυξηθεί η επιφάνειά του και να δημιουργηθεί κυματοθραύστης. Το κάστρο έχει τη μορφή ενός τετράπλευρου με ένα έντονο προβαλλόμενο τμήμα, σε σχήμα ημικυκλίου στη ΒΑ πλευρά. Το πάχος των εξωτερικών τοιχωμάτων στη στάθμη του ισογείου από τις 3 πλευρές φτάνει τα 8,70 μ., ενώ από τη μια πλευρά 6,96 μ. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι έχουν πάχος από 1,36 έως 3 μ. Η οροφή του ισογείου διαμορφώνεται με ένα σύστημα θόλων, στους οποίους ανοίγονται μεγάλες οπές εξαερισμού και φωτισμού, που κατέληγαν στο δώμα. Η είσοδος του κάστρου ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Εκεί κατέληγε ο δυτικός μώλος που ξεκινούσε από την Πύλη του μώλου. Η είσοδος ήταν προσεκτικά προστατευμένη: 3 ξύλινες ισχυρές πόρτες υπήρχαν στο θολοσκεπή και ελαφρά κατηφορικό διάδρομο, που οδηγούσε στο εσωτερικό του φρουρίου. Η κύρια δύναμη πυρός του κάστρου είχε συγκεντρωθεί στο ισόγειο. Κανονιοθυρίδες είχαν δημιουργηθεί στα εξωτερικά τοιχώματα. Στο ισόγειο υπήρχαν: μια μεγάλη δεξαμενή νερού, μια φυλακή και διάφοροι αποθηκευτικοί χώροι τροφίμων και πολεμοφοδίων. Στο δώμα του κάστρου οδηγούσαν δυο διαβάσεις που ξεκινούσαν από τον κεντρικό διάδρομο. Εκεί υπήρχε ένα κεκλιμένο επίπεδο από όπου οι Ενετοί ανέβαζαν σέρνοντας τα κανόνια και άλλα εφόδια και ένα κλιμακοστάσιο. Το δώμα είχε διαμορφωθεί σαν μια ευρεία πλατεία στην οποία υπήρχε ένα φαρδύ parapetto. Στο κάστρο λειτουργούσε μύλος και φούρνος, που κάλυπταν τις ανάγκες της φρουράς, καθώς και μια εκκλησία. Υπήρχαν ακόμα χώροι κατάκλισης της φρουράς και κατοικίες των αξιωματικών και του διοικητή του οχυρού. Το κάστρο είναι το πιο φωτογραφημένο σημείο της πόλης και αυτό που πρωτοβλέπει κάποιος, καθώς έρχεται με πλοίο στο λιμάνι του Ηρακλείου.
Βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στην Κυλλήνη και δεσπόζει στην πεδιάδα της Ηλείας. Ιδρύθηκε το 1220-1223 από τον Γοδεφρείδο Α' Βιλεαρδουίνο και ήταν το πιο ισχυρό φρούριο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Για την κατασκευή του, ο Γοδεφρείδος Β' συγκρούστηκε με τον Καθολικό κλήρο και χρησιμοποίησε τα έσοδά τους για την οικοδόμησή του. Το κάστρο ονομάσθηκε clermont, στα ελληνικά Χλεμούτσι και οι Βενετσιάνοι το είπαν castel tornese, γιατί πίστευαν λανθασμένα ότι ήταν το φράγκικο νομισματοκοπείο των Τορνεσίων. Μετά το θάνατο του ιδρυτού του, το κάστρο γίνεται πεδίο αναταραχών, ως το 1315 που το κατέλαβαν οι Καταλανοί. Ανακαταλαμβάνεται από τους Φράγκους και παραμένει στη κυριαρχία τους, μέχρι τις αρχές του 1400, οπότε περνάει στην κυριαρχία του Παλατινού Κόντε Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και Δεσπότη της Ηπείρου Καρόλου Α' Τόκκου. Το 1427, εξαιτίας του γάμου της κόρης του Λεονάρδου Β' Τόκκου, Μαγδαληνής-Θεοδώρας, με τον Κων. Παλαιολόγο, το κάστρο περιέρχεται ειρηνικά στον τελευταίο. Το 1460 το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι και οι Ενετοί από το 1687 - 1715, οπότε επανέρχεται στους Τούρκους ως το 1821. Το 1826 υπέστη ζημιές, από βομβαρδισμό του Ιμπραήμ. Το κάστρο διατηρεί τον έντονο φράγκικο χαρακτήρα του, εξαιρετικό δείγμα φρουριακής αρχιτεκτονικής της εποχής της Φραγκοκρατίας.
Βρίσκεται στην κορυφή του πευκόφυτου λόφου του Μολύβου. Θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της Ελλάδας. Πιθανόν κτίστηκε μετά τα μέσα του 13ου αιώνα για προστασία από τους Τούρκους και τους Φράγκους επιδρομείς. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής του δεν είναι γνωστή. Το 1373 ανακαινίσθηκε από τον Φραγκίσκο Α' Γατελούζο. Προσθήκες έγιναν επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1462-1912). Πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο κάστρο με γερά τείχη, με επιγραφές, οικόσημα και άλλα διακριτικά στοιχεία. Έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με πλευρά περίπου 70 μ. και είναι γενικά σε καλή κατάσταση. Εξαίρετο μνημείο είναι η κεντρική είσοδος κατασκευασμένη από χοντρό ξύλο σκεπασμένο με περίτεχνες πλάκες μεταλλικές. Τα καλοκαίρια πραγματοποιούνται πολιτιστικές και θεατρικές εκδηλώσεις στον εσωτερικό περίβολο του φρουρίου.
Το Παλαμήδι οχυρώθηκε από τους Ενετούς τον 17ο αιώνα. Τα οχυρωματικά έργα άρχισε ο πορθητής Φραγκίσκος Μοροζίνι και τελείωσαν τα τελευταία χρόνια της Β' Ενετοκρατίας (1686–1715 ). Εκτός από τη ντάπια του Αγίου Ανδρέα, που είναι η ψηλότερη, συναντά κανείς άλλες έξη του Φωκίωνα, του Θεμιστοκλή, του Μιλτιάδη, του Επαμεινώνδα, του Λεωνίδα και του Αχιλλέα. Οι πέντε από αυτές συνδέονται μεταξύ τους μ’ έναν αυλόγυρο, που τον λέγανε τείχος του περιβόλου. Στο φρούριο υπάρχει το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, κτισμένο από την εποχή των Ενετών. Στο φρουριακό συγκρότημα που έκανε το Παλαμήδι απόρθητο, βλέπουμε τον θυρεό των Ενετών, το «λιοντάρι του Αγίου Μάρκου». Τα κελιά των κάστρων που είχαν φιλοξενήσει κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας τον κατάδικο Κολοκοτρώνη, χρησίμευσαν σαν φυλακές και τόπος εκτέλεσης. Το Παλαμήδι πολιορκήθηκε από το πρώτο έτος της επανάστασης. Οι οπλαρχηγοί έκριναν σωστά ότι η εκπόρθηση του θα έδινε στον αγώνα ένα σπουδαίο φρουριακό συγκρότημα και μια κατάλληλη εστία για την κυβέρνηση. Μετά από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου 1822 ο Στάικος Σταϊκόπουλος με το Μοσχονησιώτη και 350 διαλεγμένους στρατιώτες κατόρθωσαν να πηδήσουν στη ντάπια του Αχιλλέα και να καταλάβουν το κάστρο. Μετά έφτασε ο Κολοκοτρώνης, που ανάγκασε τη φρουρά του Ναυπλίου να παραδοθεί και να υπογράψει συνθήκη. Έκτοτε κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου εορτάζεται η επέτειος της άλωσης.
Ο οικισμός της Λίνδου βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού και σε απόσταση 55 χλμ. από την πόλη της Ρόδου. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη θέση του σημερινού χωριού, μεταξύ της ακρόπολης και του ακρωτηρίου Κράνα. Είναι ο κυριότερος αρχαιολογικός χώρος της Ρόδου με το βράχο της όπου δεσπόζει το κάστρο της και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις του νησιού. Το κάστρο της Λίνδου αποτελούσε πάντα το κέντρο της ζωής του οικισμού. Τον 6ο αιώνα π.Χ. κυριαρχεί στη Λίνδο η μορφή του τυράννου Κλεόβολου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής στην πόλη και οικοδομήθηκε ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς στο κάστρο σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο. Η περσική εξάπλωση στο Αιγαίο και αργότερα ο συνοικισμός της Ρόδου, στον οποίο συμμετείχε και η Λίνδος με τις δυο άλλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό και την Κάμιρο, οδήγησαν στη σταδιακή μείωση της οικονομικής και πολιτικής σημασίας της Λίνδου. Ο χώρος του κάστρου της Λίνδου, από τόπος αφιερωμένος αποκλειστικά στη λατρεία στην αρχαιότητα, αποτέλεσε στη συνέχεια ασφαλές καταφύγιο σε περίοδο κρίσεων, για να καταλήξει όλο και περισσότερο με την πάροδο των αιώνων σε οχυρωμένο κάστρο με μόνιμη φρουρά. Τον μεσαίωνα το κάστρο της Λίνδου ενισχύθηκε με νέα κτίσματα από τους Βυζαντινούς και στη συνέχεια από τους ιππότες. Το μεγαλύτερο από τα τμήματα που σώζονται μέχρι σήμερα, είναι μεσαιωνικό.
Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό (1081–1118) την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου πάνω σε ύψωμα ψηλότερα από το σπήλαιο της Αποκάλυψης, ακριβώς πάνω στον αρχαίο βωμό της θεάς Άρτεμης. Η Μονή κτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη επιστήριξης με καθολικό στο κέντρο της, μικρό μεν, καθώς και με άλλα κτίσματα, κελιά και δεξαμενές. Γύρω από τη Μονή άρχισαν να εγκαθίστανται εκτός από τους μοναχούς και κοσμικοί με τις οικογένειές τους χτίζοντας σπίτια κι έχοντας ως άσυλο την οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής.
Είναι κτισμένο σε βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο και επικοινωνεί με την ξηρά μόνο από τα ανατολικά. Αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση οχυρό του Αιγαίου, με επιφάνεια 144 στρέμματα. Χτίστηκε το 1186 πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Μύρινας από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Α'. Η σημερινή μορφή του ανάγεται στο 1207, μετά την κατάληψη της Λήμνου από τους Ενετούς, όταν ο Ενετός Φιλόκαλος Ναβιγκαγιόζο, Μεγάλος Δούκας της Λήμνου, οχυρώνει τη Μύρινα. Ο διάδοχός του όμως Λεονάρδο Ναβιγκαγιόζο είναι εκείνος που ισχυροποιεί το κάστρο και το κρατά υπό την κυριαρχία του επί 45 χρόνια. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας στο κάστρο κατοικούσαν Τούρκοι. Στην πολιορκία της Μύρινας το 1770 από τον Ρωσικό στόλο, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Στην ανατολική και νότια πλευρά το τείχος είναι ψηλό κι ο αριθμός των πύργων σχετικά μεγάλος, ενώ στη βόρεια και δυτική πλευρά το τείχος είναι κατά πολύ χαμηλότερο και οι πύργοι πιο σπάνιοι. Στο ψηλότερο σημείο του λόφου υπάρχει μισοκατεστραμμένο οχυρό κτίσμα με πολλούς εσωτερικούς χώρους. Σήμερα το κάστρο αποτελεί μνημείο επισκέψιμο για το κοινό.
Βρίσκεται στο νότιο μέρος του νομού Χανίων, ανατολικά από τα Σφακιά. Οι Ενετοί άρχισαν να το χτίζουν το 1371, τόσο για προστασία από πειρατικές επιδρομές αλλά και για τον έλεγχο των ανυπότακτων ντόπιων. Το κάστρο τέλειωσε το 1374 και οι Ενετοί το ονόμασαν Κάστρο του Αγίου Νικήτα, από την εκκλησία που είναι κοντά. Όμως οι ντόπιοι το ονόμασαν περιφρονητικά Φραγκοκάστελλο (Franco Castello ή Castelfranco = κάστρο των Φράγκων). Τελικά η ονομασία αυτή επικράτησε και υιοθετήθηκε και από τους Ενετούς. Στα Ορλωφικά (1770), εκεί στρατοπέδευαν τα τούρκικα στρατεύματα που πολεμούσαν ενάντια στους επαναστατημένους Σφακιανούς με αρχηγό τον Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη. Τελικά η επανάσταση αυτή απέτυχε. Το 1828 νέα αναζωπύρωση της επανάστασης στην Κρήτη ενάντια στον τουρκικό ζυγό φέρνει στο κάστρο τον βορειοηπειρώτη Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, όπου και οχυρώνεται. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τον κλεφτοπόλεμο και να αντιταχθεί στον πολλαπλάσιο τακτικό τουρκικό στρατό στον κάμπο, ευνόησε τον Μουσταφά Ναϊλή πασά, Τούρκο διοικητή της Κρήτης. Για μια βδομάδα, 600 Έλληνες αντιμετώπισαν 8.000 Τούρκους. Ο Νταλιάνης σκοτώθηκε, όπως και 338 από τους υπερασπιστές του κάστρου. Οι υπόλοιποι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, τους παρέδωσαν το κάστρο κι έφυγαν. Οι Τούρκοι έχασαν 800 στρατιώτες. Ο πασάς, ανατίναξε το φρούριο για να μη χρησιμοποιηθεί ξανά ως οχυρό επαναστατών. Αλλά κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης (1866-1869) αναγκάστηκε να το ανακατασκευάσει για τον καλύτερο έλεγχο του νησιού. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, το κάστρο έπεσε σε αχρηστία και σήμερα στέκει για να θυμίζει την αιματοβαμμένη ιστορία του, που αναβιώνει κάθε χρόνο μέσω του θρύλου των φαντασμάτων, τους περίφημους Δροσουλίτες. Τις τελευταίες μέρες του Μαΐου και τις πρώτες του Ιουνίου, με την πρωινή δροσιά, λέγεται ότι εμφανίζονται σκιές ανθρωπόμορφες να προχωράνε αργά η μια πίσω από την άλλη για 10 λεπτά περίπου στην ανατολή του ήλιου, μόνο με άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, από το κοντινό νεκροταφείο προς το κάστρο και να χάνονται στη θάλασσα. Ο θρύλος λέει ότι είναι τα φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών του Νταλιάνη που υπερασπίστηκαν το κάστρο από τους Τούρκους. Σύμφωνα με μια ερμηνεία πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων μέσα από την πρωινή δροσιά, γιατί τα «φαντάσματα» εμφανίζονται μόνο πολύ νωρίς το πρωί με τη δροσιά, γι’ αυτό και τα ονόμασαν Δροσουλίτες. Οι σκιές δεν εμφανίζονται κάθε χρόνο, αλλά περνούν κι αρκετά χρόνια χωρίς να εμφανιστούν. Δεν έχουν φωτογραφηθεί ή βιντεοσκοπηθεί ποτέ. Το κάστρο αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους που ενώνονται μεταξύ τους με ευθύγραμμα κατακόρυφα τείχη σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο κτίσμα, που καταλήγει σε οδοντωτές πολεμίστρες. Μία είσοδος του φρουρίου, μικρή τοξωτή, βρίσκεται ανατολικά, ενώ η κύρια είσοδος βρίσκεται στα νότια και κοσμείται από εντοιχισμένα γλυπτά οικόσημα επιφανών οικογενειών. Από πάνω ακριβώς δεσπόζει ανάγλυφο με τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους υπόλοιπους τρεις και με μεγαλύτερη σημασία γιατί: α) έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, β) μεγαλύτερο οπτικό πεδίο, γ) αποτελούσε τον τελευταίο χώρο άμυνας σε περίπτωση κατάληψης και δ) προστάτευε τη νότια κύρια πύλη. Εσωτερικά, παράλληλα στα τείχη, υπήρχαν ορθογώνιοι χώροι, που δεν σώζονται σε άριστη κατάσταση, για στρατωνισμό, στάβλοι, αποθήκες, μαγειρεία, φούρνοι κ.α.
H Ελλάδα αποτελεί μια από τις λιγοστές χώρες στον κόσμο με τόσα πολλά κάστρα και φρούρια.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πάνω από 600 κάστρα και φρούρια.
Άλλα μικρά και άλλα μεγάλα, άλλα ωραία και άλλα άσχημα, άλλα αρχαία και άλλα μεσαιωνικά,
άλλα αχρηστευμένα και άλλα καλοδιατηρημένα.
Τα κάστρα της Ελλάδας δεν αποτελούν απλά ένα κομμάτι του μακρινού παρελθόντος,
οχυρά που έζησαν ένδοξες στιγμές μόνο στον Μεσαίωνα ώστε μετά το τέλος του να σωπάσουν,
όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε άλλο κράτος της Ευρώπης.
Αντίθετα, απασχόλησαν τη διεθνή ευρωπαϊκή πολιτική και πολεμική σκηνή πολλές φορές κατά τη νεότερη ιστορία.
Από αυτά διάλεξα μερικά, άλλα για την ιστορία τους, άλλα για την ομορφιά τους,
άλλα επειδή μου άρεσαν, αν και γνωρίζω πόσο υποκειμενική μπορεί να είναι η γνώμη πολλές φορές.
Κάστρο Ιπποτών (Ρόδος)
Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πιο καλοδιατηρημένα κάστρα της Ευρώπης. Χτίστηκε το 1309 όταν το νησί πουλήθηκε στους Ιωαννίτες Ιππότες. Το τάγμα του Αγίου Ιωάννη ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με στόχο τη νοσηλεία και περίθαλψη των προσκυνητών και σταυροφόρων, αλλά πολύ σύντομα μετεξελίχθηκε σε μάχιμη στρατιωτική μονάδα που απέκτησε μεγάλες εκτάσεις γης. Όταν οπισθοχώρησε από την Ιερουσαλήμ και αργότερα από την Κύπρο, το τάγμα ίδρυσε την έδρα του στη Ρόδο και απέκτησε ηγετικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη διάρκεια της παραμονής των Ιπποτών στη Ρόδο, οι οχυρώσεις επεκτάθηκαν, εκσυγχρονίσθηκαν και ενισχύθηκαν. Ένα νοσοκομείο, ένα παλάτι, αρκετές εκκλησίες ήταν ορισμένα από τα πολλά δημόσια κτίρια που αναγέρθηκαν την εποχή αυτή. Τα κτίρια αυτά αποτελούν αξιοσημείωτα παραδείγματα Γοτθικής κι Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης αντιστάθηκαν και στη πολιορκία του Μωάμεθ Β' του Πορθητή, το 1480, που κατέληξε στην ήττα της υπέρτερης αριθμητικά τουρκικής δύναμης. Το 1522, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατόρθωσε, μετά από εξαντλητική για τον πληθυσμό πολιορκία, να συνθηκολογήσει με τους Ιππότες. Το τάγμα υποχρεώθηκε να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους και να αποσυρθεί στη Μάλτα, αφήνοντας πίσω πλήθος μνημείων, ανεξίτηλα ίχνη της παρουσίας του στο νησί. Τα όρια του κάστρου ορίζονται από τα τείχη του, που με τη σειρά τους οριοθετούν την τάφρο που το περιζώνει. Πετρόχτιστες γέφυρες ενώνουν τη σύγχρονη πόλη με το κάστρο οδηγώντας προς την παλιά μεσαιωνική πόλη που είναι κτισμένη στο εσωτερικό του. Εκτός από αυτές τις γέφυρες, υπήρχε παλαιότερα ένας ακόμα τρόπος πρόσβασης στο εσωτερικό του κάστρου, μέσω υπόγειων στοών, στις οποίες μπορούσε κανείς να εισέλθει διαμέσου ορισμένων ανοιγμάτων της τάφρου που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Στις μέρες μας ελάχιστες στοές έχουν παραμείνει βατές και οι πιο πολλές έχουν πια καταρρεύσει ή μπαζωθεί. Η ηλικία των περισσοτέρων απ’ αυτές ανάγεται στην εποχή κατασκευής του κάστρου από τους Ιωαννίτες Ιππότες, στις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ.
Κάστρο Βόνιτσας
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα διατηρημένα της δυτικής Ελλάδας. Αποτελείται από τρία διαζώματα, το ακρόκαστρο και έχει σχήμα ωοειδές. Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρωματικών του έργων και κτισμάτων σχεδιάστηκε από Ενετούς μηχανικούς στις αρχές του 13ου αιώνα, κυρίως πάνω στα παλιά, βυζαντινά, ερειπωμένα τείχη. Στη συνέχεια διευρύνθηκε όπως δείχνουν τα σχέδια µε τις αλλεπάλληλες φάσεις που βρίσκονται στο Κρατικό αρχείο της Βενετίας και μετατράπηκε σε ένα πανίσχυρο φρουριακό συγκρότημα, απόρθητο από ξηρά και θάλασσα. Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο.
Κάστρο Μονεμβασιάς
Το όνομα «Μονεμβασία» προέρχεται από τις λέξεις «μόνη έμβαση», δηλαδή μοναδική είσοδος. Η πόλη της Μονεμβασιάς ήταν χτισμένη πάνω σ’ ένα βράχο με μοναδική πρόσβαση από τη στεριά μια στενή λωρίδα γης, από την οποία πήρε και το όνομά της. Ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου, το 583, όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έψαχναν να βρουν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων.
Κάστρο Μεθώνης
Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει όλη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, μ’ ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του τοποθετείται στην περίοδο της Α' Ενετοκρατίας (13ος-15ος αιώνας).
Το κάστρο που βλέπουμε σήμερα, μήκους 65 μέτρων και πλάτους που κυμαίνεται από 17-60 μέτρα, είναι κατασκευή του 15ου αιώνα (1425). Ο εξωτερικός περίβολος του ενισχύεται από δύο τετράγωνους πύργους τοποθετημένους στις βόρειες γωνίες, έναν πολυγωνικό στο μέσο της ανατολικής πλευράς και έναν προμαχώνα στη ΝΑ γωνία. Στο νότιο τμήμα του κάστρου υπήρχαν δεξαμενές νερού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, όπως και κτίσματα για τη φρουρά. Κατά την Επανάσταση του 1821, η αποθήκη πυρομαχικών που διασώζεται στις μέρες μας, χρησιμοποιείτο σαν φυλακή για τους αγωνιστές της Επανάστασης. Επικοινωνία με τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου υπάρχει μέσα από δύο πύλες. Η μία είναι αχρηστευμένη, ενώ η άλλη που βρίσκεται απέναντί της είναι η κύρια είσοδος του κάστρου. Το κάστρο σήμερα χρησιμοποιείται για διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και μαζί με τις καμάρες αποτελούν το σήμα κατατεθέν της Καβάλας.
Κάστρο Πλαταμώνα
Είναι κάστρο-πόλη της μεσοβυζαντινής περιόδου (10ος μ.Χ αιώνας), χτισμένο ΝΑ του Ολύμπου, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Ο Πύργος του, που δεσπόζει πάνω στην εθνικό οδό, είναι ένα επιβλητικό μεσαιωνικό φρούριο. Χτίστηκε από τον Ρολάνδο Πίσκια, που το κατέκτησε με προτροπή του Βονιφάτιου του Μομφερατικού. Ανασκαφή του 1995 εντόπισε ίχνη ελληνιστικού τείχους (4ος αιώνας) που επιβεβαιώνουν τις απόψεις ότι εδώ υπήρχε η αρχαία πόλη Ηράκλειο, «πρώτη πόλις Μακεδονίας...» μετά τα Τέμπη, σύμφωνα με πηγή του 360 π.Χ. Το βυζαντινό τείχος συντηρήθηκε από τους Φράγκους μετά το 1204 και τους Βυζαντινούς τον 14ο αιώνα. Το φρούριο ήταν το βασικότερο στήριγμα του δεσποτάτου του Πλαταμώνα. Αργότερα το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι, που το επισκευάζουν, αλλά εξακολουθεί να κατοικείται από Χριστιανούς. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1941) βομβαρδίζεται από τα γερμανικά στρατεύματα. Σημαντικά ευρήματα αποτελούν οι βυζαντινοί ναοί του 10ου-11ου και 18ου αιώνα, τα σπίτια 10ου αιώνα, το τμήμα ελληνιστικού τείχους και η πύλη στο τείχος του ακροπυργίου.
Μπούρτζι
Είναι ένα μικρό νησί μπροστά στο λιμάνι του Ναυπλίου καλυμμένο πλήρως από ένα παλιό ενετικό κάστρο, στο οποίο οφείλει και το όνομά του. Το κάστρο αναγέρθηκε από τους Ενετούς μετά την αποχώρηση του Μαχμούτ Πασά το 1473, εφοδιάζοντάς το με νεώτερα πυροβόλα. Το 1502 μεταβάλλοντας οι Ενετοί με οχυρώσεις τη ΝΔ πλευρά της Ακροναυπλίας σε προμαχώνα με επάλξεις, τον συνέδεσαν με τεχνητό βραχίονα από ογκόλιθους στον οποίο και πρόσδεναν αλυσίδα που έφθανε μέχρι το «Μπούρτζι» για τη προφύλαξη του λιμανιού και της πόλης. Εξ ου και το όνομα «Λιμένας της Αλύσου». Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1698) οι Ενετοί ανήγειραν στο νησάκι ισχυρό πύργο και προμαχώνες με πυροβόλα δημιουργώντας έτσι το γνωστό κάστρο που δεσπόζει σήμερα στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου. Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 το Μπούρτζι καταλήφθηκε το 1822 από 50 οπλοφόρους και 150 πυροβολητές των οποίων ηγούνταν οι Άστιγξ, Άνερμαν, Χάνεκ και Δημ. Καλλέργης, υπό την ηγεσία του Γάλλου ταγματάρχη Φ. Γκιουρντέν, που κανονιοβολούσε το Ναύπλιο από το Μπούρτζι και κατάφερε να ματαιώσει τον «λαθραίο» επισιτισμό των πολιορκούμενων Τούρκων από αγγλικό πλοίο. Στις αιματηρές ελληνικές εμφύλιες διαμάχες (1823–1833), δύο φορές η τότε κυβέρνηση αναγκάσθηκε να καταφύγει στο Μπούρτζι για την ασφάλειά της, στις 25 Μαΐου του 1824 και στις 2 Ιουλίου του 1827. Μετά την έλευση του βασιλιά Γεωργίου Α' και με εντολή του, το 1865, το Μπούρτζι αφοπλίστηκε κι έγινε τόπος διαμονής του δημίου της γκιλοτίνας.
Ο Κούλες
Στην είσοδο του λιμανιού του Ηρακλείου Κρήτης, εκεί που τελειώνει ο δυτικός μώλος, δεσπόζει ένα επιβλητικό κάστρο. Κατά την Ενετοκρατία ήταν γνωστό με τα ονόματα Rocca a Mare ή Castello a Mare ή Castello, δηλαδή κάστρο στη θάλασσα. Επικράτησε τελικά να ονομάζεται Κούλες, όνομα που προέρχεται από την τουρκική ονομασία Su Kulesi. Θεμελιώθηκε την 3η δεκαετία του 16ου αιώνα (1523-1540) πάνω σε ένα μικρό βράχο, όπου παλαιότερα υπήρχε ένας ψηλός στρογγυλός πύργος με επάλξεις. Επειδή ο βράχος ήταν αρκετά μικρός, οι Ενετοί αναγκάστηκαν να τον συμπληρώσουν με αποθέσεις μεγάλων ποσοτήτων βράχων και ογκόλιθων, που μετέφεραν κυρίως από το νησάκι Ντία και την περιοχή Φρασκιών. Συνήθως γέμιζαν με πέτρες παλαιά άχρηστα πλοία και τα βύθιζαν μαζί με το φορτίο τους στη βόρεια και δυτική πλευρά του βράχου για να αυξηθεί η επιφάνειά του και να δημιουργηθεί κυματοθραύστης. Το κάστρο έχει τη μορφή ενός τετράπλευρου με ένα έντονο προβαλλόμενο τμήμα, σε σχήμα ημικυκλίου στη ΒΑ πλευρά. Το πάχος των εξωτερικών τοιχωμάτων στη στάθμη του ισογείου από τις 3 πλευρές φτάνει τα 8,70 μ., ενώ από τη μια πλευρά 6,96 μ. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι έχουν πάχος από 1,36 έως 3 μ. Η οροφή του ισογείου διαμορφώνεται με ένα σύστημα θόλων, στους οποίους ανοίγονται μεγάλες οπές εξαερισμού και φωτισμού, που κατέληγαν στο δώμα. Η είσοδος του κάστρου ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Εκεί κατέληγε ο δυτικός μώλος που ξεκινούσε από την Πύλη του μώλου. Η είσοδος ήταν προσεκτικά προστατευμένη: 3 ξύλινες ισχυρές πόρτες υπήρχαν στο θολοσκεπή και ελαφρά κατηφορικό διάδρομο, που οδηγούσε στο εσωτερικό του φρουρίου. Η κύρια δύναμη πυρός του κάστρου είχε συγκεντρωθεί στο ισόγειο. Κανονιοθυρίδες είχαν δημιουργηθεί στα εξωτερικά τοιχώματα. Στο ισόγειο υπήρχαν: μια μεγάλη δεξαμενή νερού, μια φυλακή και διάφοροι αποθηκευτικοί χώροι τροφίμων και πολεμοφοδίων. Στο δώμα του κάστρου οδηγούσαν δυο διαβάσεις που ξεκινούσαν από τον κεντρικό διάδρομο. Εκεί υπήρχε ένα κεκλιμένο επίπεδο από όπου οι Ενετοί ανέβαζαν σέρνοντας τα κανόνια και άλλα εφόδια και ένα κλιμακοστάσιο. Το δώμα είχε διαμορφωθεί σαν μια ευρεία πλατεία στην οποία υπήρχε ένα φαρδύ parapetto. Στο κάστρο λειτουργούσε μύλος και φούρνος, που κάλυπταν τις ανάγκες της φρουράς, καθώς και μια εκκλησία. Υπήρχαν ακόμα χώροι κατάκλισης της φρουράς και κατοικίες των αξιωματικών και του διοικητή του οχυρού. Το κάστρο είναι το πιο φωτογραφημένο σημείο της πόλης και αυτό που πρωτοβλέπει κάποιος, καθώς έρχεται με πλοίο στο λιμάνι του Ηρακλείου.
Κάστρο Χλεμούτσι
Βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στην Κυλλήνη και δεσπόζει στην πεδιάδα της Ηλείας. Ιδρύθηκε το 1220-1223 από τον Γοδεφρείδο Α' Βιλεαρδουίνο και ήταν το πιο ισχυρό φρούριο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Για την κατασκευή του, ο Γοδεφρείδος Β' συγκρούστηκε με τον Καθολικό κλήρο και χρησιμοποίησε τα έσοδά τους για την οικοδόμησή του. Το κάστρο ονομάσθηκε clermont, στα ελληνικά Χλεμούτσι και οι Βενετσιάνοι το είπαν castel tornese, γιατί πίστευαν λανθασμένα ότι ήταν το φράγκικο νομισματοκοπείο των Τορνεσίων. Μετά το θάνατο του ιδρυτού του, το κάστρο γίνεται πεδίο αναταραχών, ως το 1315 που το κατέλαβαν οι Καταλανοί. Ανακαταλαμβάνεται από τους Φράγκους και παραμένει στη κυριαρχία τους, μέχρι τις αρχές του 1400, οπότε περνάει στην κυριαρχία του Παλατινού Κόντε Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και Δεσπότη της Ηπείρου Καρόλου Α' Τόκκου. Το 1427, εξαιτίας του γάμου της κόρης του Λεονάρδου Β' Τόκκου, Μαγδαληνής-Θεοδώρας, με τον Κων. Παλαιολόγο, το κάστρο περιέρχεται ειρηνικά στον τελευταίο. Το 1460 το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι και οι Ενετοί από το 1687 - 1715, οπότε επανέρχεται στους Τούρκους ως το 1821. Το 1826 υπέστη ζημιές, από βομβαρδισμό του Ιμπραήμ. Το κάστρο διατηρεί τον έντονο φράγκικο χαρακτήρα του, εξαιρετικό δείγμα φρουριακής αρχιτεκτονικής της εποχής της Φραγκοκρατίας.
Κάστρο Μήθυμνας
Βρίσκεται στην κορυφή του πευκόφυτου λόφου του Μολύβου. Θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της Ελλάδας. Πιθανόν κτίστηκε μετά τα μέσα του 13ου αιώνα για προστασία από τους Τούρκους και τους Φράγκους επιδρομείς. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής του δεν είναι γνωστή. Το 1373 ανακαινίσθηκε από τον Φραγκίσκο Α' Γατελούζο. Προσθήκες έγιναν επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1462-1912). Πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο κάστρο με γερά τείχη, με επιγραφές, οικόσημα και άλλα διακριτικά στοιχεία. Έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με πλευρά περίπου 70 μ. και είναι γενικά σε καλή κατάσταση. Εξαίρετο μνημείο είναι η κεντρική είσοδος κατασκευασμένη από χοντρό ξύλο σκεπασμένο με περίτεχνες πλάκες μεταλλικές. Τα καλοκαίρια πραγματοποιούνται πολιτιστικές και θεατρικές εκδηλώσεις στον εσωτερικό περίβολο του φρουρίου.
Παλαμήδι
Το Παλαμήδι οχυρώθηκε από τους Ενετούς τον 17ο αιώνα. Τα οχυρωματικά έργα άρχισε ο πορθητής Φραγκίσκος Μοροζίνι και τελείωσαν τα τελευταία χρόνια της Β' Ενετοκρατίας (1686–1715 ). Εκτός από τη ντάπια του Αγίου Ανδρέα, που είναι η ψηλότερη, συναντά κανείς άλλες έξη του Φωκίωνα, του Θεμιστοκλή, του Μιλτιάδη, του Επαμεινώνδα, του Λεωνίδα και του Αχιλλέα. Οι πέντε από αυτές συνδέονται μεταξύ τους μ’ έναν αυλόγυρο, που τον λέγανε τείχος του περιβόλου. Στο φρούριο υπάρχει το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, κτισμένο από την εποχή των Ενετών. Στο φρουριακό συγκρότημα που έκανε το Παλαμήδι απόρθητο, βλέπουμε τον θυρεό των Ενετών, το «λιοντάρι του Αγίου Μάρκου». Τα κελιά των κάστρων που είχαν φιλοξενήσει κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας τον κατάδικο Κολοκοτρώνη, χρησίμευσαν σαν φυλακές και τόπος εκτέλεσης. Το Παλαμήδι πολιορκήθηκε από το πρώτο έτος της επανάστασης. Οι οπλαρχηγοί έκριναν σωστά ότι η εκπόρθηση του θα έδινε στον αγώνα ένα σπουδαίο φρουριακό συγκρότημα και μια κατάλληλη εστία για την κυβέρνηση. Μετά από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου 1822 ο Στάικος Σταϊκόπουλος με το Μοσχονησιώτη και 350 διαλεγμένους στρατιώτες κατόρθωσαν να πηδήσουν στη ντάπια του Αχιλλέα και να καταλάβουν το κάστρο. Μετά έφτασε ο Κολοκοτρώνης, που ανάγκασε τη φρουρά του Ναυπλίου να παραδοθεί και να υπογράψει συνθήκη. Έκτοτε κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου εορτάζεται η επέτειος της άλωσης.
Κάστρο Λίνδου
Ο οικισμός της Λίνδου βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού και σε απόσταση 55 χλμ. από την πόλη της Ρόδου. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη θέση του σημερινού χωριού, μεταξύ της ακρόπολης και του ακρωτηρίου Κράνα. Είναι ο κυριότερος αρχαιολογικός χώρος της Ρόδου με το βράχο της όπου δεσπόζει το κάστρο της και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις του νησιού. Το κάστρο της Λίνδου αποτελούσε πάντα το κέντρο της ζωής του οικισμού. Τον 6ο αιώνα π.Χ. κυριαρχεί στη Λίνδο η μορφή του τυράννου Κλεόβολου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής στην πόλη και οικοδομήθηκε ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς στο κάστρο σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο. Η περσική εξάπλωση στο Αιγαίο και αργότερα ο συνοικισμός της Ρόδου, στον οποίο συμμετείχε και η Λίνδος με τις δυο άλλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό και την Κάμιρο, οδήγησαν στη σταδιακή μείωση της οικονομικής και πολιτικής σημασίας της Λίνδου. Ο χώρος του κάστρου της Λίνδου, από τόπος αφιερωμένος αποκλειστικά στη λατρεία στην αρχαιότητα, αποτέλεσε στη συνέχεια ασφαλές καταφύγιο σε περίοδο κρίσεων, για να καταλήξει όλο και περισσότερο με την πάροδο των αιώνων σε οχυρωμένο κάστρο με μόνιμη φρουρά. Τον μεσαίωνα το κάστρο της Λίνδου ενισχύθηκε με νέα κτίσματα από τους Βυζαντινούς και στη συνέχεια από τους ιππότες. Το μεγαλύτερο από τα τμήματα που σώζονται μέχρι σήμερα, είναι μεσαιωνικό.
Πάτμου
Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό (1081–1118) την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου πάνω σε ύψωμα ψηλότερα από το σπήλαιο της Αποκάλυψης, ακριβώς πάνω στον αρχαίο βωμό της θεάς Άρτεμης. Η Μονή κτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη επιστήριξης με καθολικό στο κέντρο της, μικρό μεν, καθώς και με άλλα κτίσματα, κελιά και δεξαμενές. Γύρω από τη Μονή άρχισαν να εγκαθίστανται εκτός από τους μοναχούς και κοσμικοί με τις οικογένειές τους χτίζοντας σπίτια κι έχοντας ως άσυλο την οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής.
Κάστρο Μύρινας
Είναι κτισμένο σε βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο και επικοινωνεί με την ξηρά μόνο από τα ανατολικά. Αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση οχυρό του Αιγαίου, με επιφάνεια 144 στρέμματα. Χτίστηκε το 1186 πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Μύρινας από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Α'. Η σημερινή μορφή του ανάγεται στο 1207, μετά την κατάληψη της Λήμνου από τους Ενετούς, όταν ο Ενετός Φιλόκαλος Ναβιγκαγιόζο, Μεγάλος Δούκας της Λήμνου, οχυρώνει τη Μύρινα. Ο διάδοχός του όμως Λεονάρδο Ναβιγκαγιόζο είναι εκείνος που ισχυροποιεί το κάστρο και το κρατά υπό την κυριαρχία του επί 45 χρόνια. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας στο κάστρο κατοικούσαν Τούρκοι. Στην πολιορκία της Μύρινας το 1770 από τον Ρωσικό στόλο, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Στην ανατολική και νότια πλευρά το τείχος είναι ψηλό κι ο αριθμός των πύργων σχετικά μεγάλος, ενώ στη βόρεια και δυτική πλευρά το τείχος είναι κατά πολύ χαμηλότερο και οι πύργοι πιο σπάνιοι. Στο ψηλότερο σημείο του λόφου υπάρχει μισοκατεστραμμένο οχυρό κτίσμα με πολλούς εσωτερικούς χώρους. Σήμερα το κάστρο αποτελεί μνημείο επισκέψιμο για το κοινό.
Φραγκοκάστελλο
Βρίσκεται στο νότιο μέρος του νομού Χανίων, ανατολικά από τα Σφακιά. Οι Ενετοί άρχισαν να το χτίζουν το 1371, τόσο για προστασία από πειρατικές επιδρομές αλλά και για τον έλεγχο των ανυπότακτων ντόπιων. Το κάστρο τέλειωσε το 1374 και οι Ενετοί το ονόμασαν Κάστρο του Αγίου Νικήτα, από την εκκλησία που είναι κοντά. Όμως οι ντόπιοι το ονόμασαν περιφρονητικά Φραγκοκάστελλο (Franco Castello ή Castelfranco = κάστρο των Φράγκων). Τελικά η ονομασία αυτή επικράτησε και υιοθετήθηκε και από τους Ενετούς. Στα Ορλωφικά (1770), εκεί στρατοπέδευαν τα τούρκικα στρατεύματα που πολεμούσαν ενάντια στους επαναστατημένους Σφακιανούς με αρχηγό τον Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη. Τελικά η επανάσταση αυτή απέτυχε. Το 1828 νέα αναζωπύρωση της επανάστασης στην Κρήτη ενάντια στον τουρκικό ζυγό φέρνει στο κάστρο τον βορειοηπειρώτη Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, όπου και οχυρώνεται. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τον κλεφτοπόλεμο και να αντιταχθεί στον πολλαπλάσιο τακτικό τουρκικό στρατό στον κάμπο, ευνόησε τον Μουσταφά Ναϊλή πασά, Τούρκο διοικητή της Κρήτης. Για μια βδομάδα, 600 Έλληνες αντιμετώπισαν 8.000 Τούρκους. Ο Νταλιάνης σκοτώθηκε, όπως και 338 από τους υπερασπιστές του κάστρου. Οι υπόλοιποι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, τους παρέδωσαν το κάστρο κι έφυγαν. Οι Τούρκοι έχασαν 800 στρατιώτες. Ο πασάς, ανατίναξε το φρούριο για να μη χρησιμοποιηθεί ξανά ως οχυρό επαναστατών. Αλλά κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης (1866-1869) αναγκάστηκε να το ανακατασκευάσει για τον καλύτερο έλεγχο του νησιού. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, το κάστρο έπεσε σε αχρηστία και σήμερα στέκει για να θυμίζει την αιματοβαμμένη ιστορία του, που αναβιώνει κάθε χρόνο μέσω του θρύλου των φαντασμάτων, τους περίφημους Δροσουλίτες. Τις τελευταίες μέρες του Μαΐου και τις πρώτες του Ιουνίου, με την πρωινή δροσιά, λέγεται ότι εμφανίζονται σκιές ανθρωπόμορφες να προχωράνε αργά η μια πίσω από την άλλη για 10 λεπτά περίπου στην ανατολή του ήλιου, μόνο με άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, από το κοντινό νεκροταφείο προς το κάστρο και να χάνονται στη θάλασσα. Ο θρύλος λέει ότι είναι τα φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών του Νταλιάνη που υπερασπίστηκαν το κάστρο από τους Τούρκους. Σύμφωνα με μια ερμηνεία πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων μέσα από την πρωινή δροσιά, γιατί τα «φαντάσματα» εμφανίζονται μόνο πολύ νωρίς το πρωί με τη δροσιά, γι’ αυτό και τα ονόμασαν Δροσουλίτες. Οι σκιές δεν εμφανίζονται κάθε χρόνο, αλλά περνούν κι αρκετά χρόνια χωρίς να εμφανιστούν. Δεν έχουν φωτογραφηθεί ή βιντεοσκοπηθεί ποτέ. Το κάστρο αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους που ενώνονται μεταξύ τους με ευθύγραμμα κατακόρυφα τείχη σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο κτίσμα, που καταλήγει σε οδοντωτές πολεμίστρες. Μία είσοδος του φρουρίου, μικρή τοξωτή, βρίσκεται ανατολικά, ενώ η κύρια είσοδος βρίσκεται στα νότια και κοσμείται από εντοιχισμένα γλυπτά οικόσημα επιφανών οικογενειών. Από πάνω ακριβώς δεσπόζει ανάγλυφο με τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους υπόλοιπους τρεις και με μεγαλύτερη σημασία γιατί: α) έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, β) μεγαλύτερο οπτικό πεδίο, γ) αποτελούσε τον τελευταίο χώρο άμυνας σε περίπτωση κατάληψης και δ) προστάτευε τη νότια κύρια πύλη. Εσωτερικά, παράλληλα στα τείχη, υπήρχαν ορθογώνιοι χώροι, που δεν σώζονται σε άριστη κατάσταση, για στρατωνισμό, στάβλοι, αποθήκες, μαγειρεία, φούρνοι κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου