Κάνναβις καὶ Ῥοκφέλερ
Μέχρι τὸ 1937 ἡ καλλιέργεια τῆς καννάβεως γινόταν σὲ εὐρεία κλίμακα, ἰδίως γιατὶ τροφοδοτοῦσε μὲ ἀνθεκτικὲς ἶνες τὶς βιομηχανίες σκοινιοῦ καὶ ἦταν ἡ πρώτη ὕλη σὲ μία σειρὰ χημικῶν καὶ πλαστικῶν προϊόντων.
Μάλιστα ἡ Ford Motor Company εἶχε προχωρήση στὴν κατασκευὴ ἁμαξώματος αὐτοκινήτου ἀπὸ κάνναβη, ποὺ ζύγιζε τὸ 1/3 τοῦ συμβατικοῦ καὶ ἦταν δέκα φορὲς πιὸ ἀνθεκτικό.
Ἡ κάνναβις, λοιπόν, ἐκτὸς τοῦ ὅ,τι ἤταν ἀνταγωνιστικὸ προϊόν, σὰν ἐναλλακτικὴ πηγὴ καυσίμου καὶ ἐνεργείας, δημιουργοῦσε ἕνα ἀκόμη προβληματάκι, στὶς πετρελαϊκὲς τῆς Standard Oil τῶν Rockefellers καὶ Gulf Oil τῆς οἰκογενείας Mellon, καθὼς πιὸ ἐλαφρὺ ὄχημα, ὅπως εἶχε προτείνη ὁ Ford, θὰ σήμαινε λιγότερη κατανάλωσις καὶ ἄρα λιγότερη ζήτησις γιὰ περέλαιαο, κάτι ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἀντιαμερικανικό.
Ἄλλος ἐνδιαφερόμενος παράγων ἦσαν οἱ Dupont, τῶν ὁποίων τὰ συνθετικὰ πετρελαίου ἦσαν ἀνταγωνιστικὰ μὲ τὴν κάνναβη καὶ ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ John D. Rockefeller, ὁ ἀνταγωνισμὸς εἶναι ἁμάρτημα.
Γιὰ μία περίοδο δέκα ἐτῶν, πρὶν τὴν ψήφιση τοῦ νόμου ποὺ ἔθετε ἐκτὸς νόμου τὴν κάνναβη, ὡς ἀνταγωνίστρια τῶν πετρελαίων, στὶς ΗΠΑ ὑπῆρξε ἔντονη προπαγάνδα ἐναντίον τῆς καννάβεως. Τὰ media τοῦ ῥατσιστοῦ, πολεμοκαπήλου καὶ προπαγανδιστοῦ τοῦ ναζισμοῦ William Randolph Hearst, γράφουν ἱστορίες μὲ στοιχεῖα ῥατσισμοῦ καὶ σεξισμοῦ, ποὺ στοχεύουν νὰ δημιουργήσουν φόβο γιὰ τὴν χρήση τῆς καννάβεως.
Στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’30, δημιουργεῖται μία σειρὰ γελοίων ταινιῶν ποὺ βάλλουν κατὰ τῆς μαριχουάνας, ὅπως «Reefer Madness», «Devil’s Harvest», «Assassin of Youth», «Marihuana Girl».
Ὅταν ὅλοι οἱ ὀρθῶς σκεπτόμενοι Ἀμερικανοί, ἔχουν ὑποστεῖ πλύση ἐγκεφάλου καὶ πιστεύουν ὅτι ἡ μαριχουάνα εἶναι καρπὸς ἀπὸ τὰ λιβάδια τοῦ σατανᾶ, ἔρχεται ἡ Marijuana Tax Act, ποὺ βάζει τέλος στὴν γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο καλλιέργεια μαριχουάνας, καταστρέφοντας τοὺς ἀγρότες ποὺ τὴν εἶχαν σὰν πηγὴ εἰσοδήματος καὶ κάνοντας τὸν κόσμο ἀσφαλέστερο, για τοὺς Dupont καὶ τὶς πετρελαϊκές.
Μεταμφιέζοντας τὸν νόμο σὲ φορολογικό, ὁ νόμος θὰ ἔπρεπε νὰ ψηφισθῇ ἀπὸ τὴν ἑξαμελὴ House Ways and Means Committee, ὅπου προήδρευε ὁ Robert Doughton, πιόνι τῶν Dupont.
Στὴν συνέχεια ὁ φορολογικὸς νόμος, παρακάμπτει τὴν ὁλομέλεια τοῦ κογκρέσου καὶ ἔρχεται στὴν Senate Finance Committee, ποὺ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν Prentiss Brown, ὁμοίως πιόνι τῶν Dupont.
Στὴν Ways and Means Committee, κατέθεσε ὑπὲρ τῆς ἀπαγορεύσεως, ὁ Harry Anslinger, ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Federal Bureau of Narcotics, ποὺ συμπτωματικὰ ἦταν μέλος τῆς οἰκογενείας Mellon καὶ εἶχε διορισθῆ σ’ αὐτὴν τὴν θεσούλα, ἀπὸ τὸν Andrew Mellon.
Ὅσοι θὰ μποροῦσε νὰ ἔχουν ἄλλη ἄποψη σχετικὰ μὲ τὴν ἰατρικὴ γιὰ παράδειγμα, χρήση τῆς μαριχουάνας, συμπτωματικὰ δὲν ἐκλήθησαν νὰ καταθέσουν, χωρὶς ὅμως νὰ ὑπάρχῃ κάποια σκοπιμότητα.
Ἀργότερα ὁ Anslinger θὰ προσπαθήση νὰ ἀποφύγῃ τὴν ἔκδοση βιβλίων, ποὺ τοῦ ἀσκοῦσαν κριτικὴ γιὰ τὸν πρώιμο «war on drugs».
Πολυζωϊδης Θανάσης
πολυτονισμὸς Φιλονόη
filonoi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου