Ο πραγματικός Ιντιάνα Τζόουνς, ακαδημαϊκός και εξερευνητής Χίραμ Μπίνγκχαμ Γ’
Ο θαρραλέος πανεπιστημιακός που ανακάλυψε το Μάτσου Πίτσου και ντυνόταν σαν τον «Ίντι»!
Ο «Ιντιάνα Τζόουνς στο Μάτσου Πίτσου» θα ήταν ο τίτλος μιας ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ, μιας και όταν έζησε ο Χίραμ Μπίνγκχαμ Γ’ ούτε ο Τζορτζ Λούκας, που σκάρωσε τον κινηματογραφικό χαρακτήρα, ούτε και ο κολλητός του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που τον έκανε ταινία, είχαν γεννηθεί!
Ο Μπίνγκχαμ ήταν ωστόσο ένας πραγματικός Ιντιάνα πριν τον καιρό του και οι ομοιότητες δεν είναι δύσκολο να φανούν: πανεπιστημιακός, ιστορικός αυτός και όχι αρχαιολόγος -αν και είχε χόμπι την αρχαιολογία όπως θα δούμε-, εξερευνητής και μελετητής αρχαίων πολιτισμών, επιδόθηκε σε μια τολμηρή αποστολή που θα μας έδινε ένα από τα ξακουστότερα μνημεία του πλανήτη, το περουβιανό Μάτσου Πίτσου.
Η ιστορία του δεν έχει κιβωτό της διαθήκης και κρυστάλλινα κρανία, έχει όμως χαμένους θησαυρούς και καντάρια περιπέτειας, όπως ακριβώς θα τα ζούσε ο λατρεμένος κινηματογραφικός ήρωας.
Ο Μπίνγκχαμ έψαξε να βρει αυτό που ονόμαζε «Χαμένη Πόλη των Ίνκας», την οποία πίστεψε πως ανακάλυψε το καλοκαίρι του 1911 σε μια πλαγιά των περουβιανών Άνδεων, όταν αντίκρισε το ονειρικό τοπίο του προκολομβιανού παρελθόντος. Εκεί, με φόντο τις χιονισμένες βουνοκορφές και στεφανωμένο από σύννεφα, τον περίμενε καρτερικά το Μάτσου Πίτσου.
Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα αγριόχορτα της λήθης, βρίσκονταν οι αυτοκρατορικές πέτρες που έμελλε να γοητεύσουν εξίσου ταξιδιώτες και ακαδημαϊκούς. Όσο για την έκφραση που απέδωσε στο Μάτσου Πίτσου η δαιμόνια πένα του εξερευνητή, αυτό το «Χαμένη Πόλη», θα ήταν το μαγικό ελιξίριο για τις καλπάζουσες φαντασίες του κόσμου.
Την ώρα που οι εμφατικές λέξεις του ενσάρκωναν τον ρομαντισμό των εξερευνήσεων και της αρχαιολογίας των αρχών του 20ού αιώνα, ο ξερακιανός, πλην δυναμικός, Μπίνγκχαμ λειτουργούσε τώρα ως σύμβολο της περιέργειας και της τόλμης του Δυτικού να αφήσει τις ανέσεις του για να ανοιχτεί αγέρωχα στην περιπέτεια, αψηφώντας τις ανείπωτες δυσκολίες και τους κινδύνους που καραδοκούσαν διαρκώς τριγύρω.
Ο ιστορικός του φημισμένου πανεπιστημίου Γέιλ διατύπωσε τρεις θεωρίες για το μυστήριο Μάτσου Πίτσου, που όπως ξέρουμε σήμερα ήταν όλες τους λανθασμένες. Το σπουδαίο μνημείο με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική δεξιότητα δεν ήταν η «Χαμένη Πόλη των Ίνκας» που τόσο λαχταρούσε, ούτε η παραδοσιακή γενέτειρα των Ίνκας, ούτε το ύστατο προπύργιό τους αφότου ηττήθηκαν από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα. Δεν ήταν καν το ιερό πνευματικό τους κέντρο, όπου κατοικούσαν «οι παρθένες του ήλιου».
Το Μάτσου Πίτσου ήταν απλώς ένα από τα πολλά ανάκτορα του αυτοκράτορα, μια εξοχική κατοικία δηλαδή που -όπως ξέρουμε σήμερα- ήταν το αγαπημένο καταφύγιο της βασιλικής οικογένειας και των ευγενών στην ύπαιθρο.
Λίγη σημασία έχουν βέβαια όλα αυτά με την ίδια την ανακάλυψη του Μάτσου Πίτσου, το οποίο άδειασε ο Μπίνγκχαμ από τους θησαυρούς του. Αφού γέμισε τα υπόγεια του μουσείου του Γέιλ με τα προκολομβιανά χρυσά, αργυρά και κεραμικά κειμήλια και αποτύπωσε τις περιπέτειές του σε ένα μπεστ-σέλερ από τα γεννοφάσκια του («H χαμένη πόλη των Ίνκας»), μετέτρεψε το μνημείο των Ίνκας σε έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς πόλους έλξης της αμερικανική ηπείρου αλλά και μια πραγματική Μέκκα για όλους εκείνους που αναζητούν μυστικιστικές εμπειρίες.
Όσο για τον ίδιο τον καθηγητή λατινοαμερικάνικης ιστορίας, μετά τη σπουδαία ανακάλυψή του τα παράτησε όλα για να πολιτευτεί! Σταμάτησε τα τολμηρά ταξίδια, παραιτήθηκε από την έδρα του στο Γέιλ και μπήκε στον πολιτικό στίβο, εκλεγόμενος κυβερνήτης αρχικά του Κονέκτικατ και στη συνέχεια γερουσιαστής.
Την ώρα που δεν κοίταξε ποτέ πια πίσω, η επιρροή του στη μελέτη των Ίνκας παρέμεινε σημαντική -σίγουρα και λόγω του γλαφυρού ύφους της γραφής του-, όπως και ο αντίκτυπός του στο συλλογικό φαντασιακό για τον ακαδημαϊκό που μετατρέπεται πρόθυμα σε ήρωα δράσης. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ακαδημαϊκός βρέθηκε εξάλλου να πιλοτάρει μαχητικά αεροσκάφη (και να προσγειώνεται τραγικά μέσα σε ένα αερόπλοιο μπροστά από τον Λευκό Οίκο!).
Όταν τον Μάιο του 1977 οι Λούκας και Σπίλμπεργκ κάθισαν να σκαρώσουν έναν κινηματογραφικό ήρωα δράσης που να έχει τη λάμψη του Κάρι Γκραντ, την περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ και το μυαλό του Αϊνστάιν, τον είχαν έτοιμο μπροστά τους! Για να είμαστε δίκαιοι πάντως, δεν υπάρχουν χειροπιαστές και αδιάσειστες αποδείξεις ότι ο «Ίντι» βασίζεται στον Χίραμ Μπίνγκχαμ Γ’, οι ομοιότητες ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από προφανείς και δεν περιορίζονται μόνο στα καπέλα τους.
Ο Μπίνγκχαμ είχε εμπνεύσει στα σίγουρα παλιότερο ήρωα δράσης, τον Χάρι Στιλ, ενσαρκωμένο κινηματογραφικά από τον Τσάρλτον Ίστον, όταν οι δημιουργοί του φιλμ «Το μυστικό των Ίνκας» του 1954 έπεσαν πάνω σε μια σειρά άρθρων του «National Geographic» για τον αμερικανό ακαδημαϊκό. Ο τεχνικός σύμβουλος της ταινίας ήταν άλλωστε προσωπικός φίλος του Μπίνγκχαμ και πολύτιμος συνεργάτης του στις ανασκαφές και τις εξερευνήσεις.
Ο Μπίνγκχαμ ενέπνευσε λοιπόν στα σίγουρα τον Χάρι Στιλ, που λειτούργησε ως έμπνευση για τον Ιντιάνα Τζόουνς. Όπως είχε εξάλλου αποκαλύψει η ενδυματολόγος του «Ιντιάνα Τζόουνς και οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού», της είχαν ζητήσει να φτιάξει τα κοστούμια του Ίντι κατ’ εικόνα και ομοίωση των αντίστοιχων του Τσάρλτον Ίστον στο «Μυστικό των Ίνκας».
Όπως όμως και ο Ίντι, ο Μπίνγκχαμ δεν ήταν ο τυπικός ακαδημαϊκός. Ψηλός, αδύνατος και περιπετειώδης, τσαλαβουτούσε πρόθυμα στις εξερευνήσεις και τα επικίνδυνα τυχοδιωκτικά ταξίδια, καθώς δεν ήταν ο τύπος που θα καθόταν πίσω από το πανεπιστημιακό του γραφείο.
Αντί να αποκαλύπτει προσεκτικά με το πινέλο και το μαχαιράκι εύθραυστα αρχαιολογικά ευρήματα, ο Μπίνγκχαμ ήταν άνθρωπος της δράσης, ένας ερασιτέχνης αρχαιολόγος που δεν τον απασχολούσαν ερωτήματα για την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς και χειριζόταν καλύτερα το περίστροφο από τη σκαπάνη. Σαν τον Ίντι δηλαδή, που πήγε τελικά κι αυτός στο Περού μπόλικα χρόνια αργότερα («Ιντιάνα Τζόουνς και το βασίλειο του κρυστάλλινου κρανίου»)…
Πρώτα χρόνια
Ο Χίραμ Μπίνγκχαμ Γ’ γεννιέται στις 19 Νοεμβρίου 1875 στη Χονολουλού της Χαβάης μέσα σε οικογένεια με βαθιά χριστιανική παράδοση. Τόσο ο πατέρας του, Χίραμ Μπίνγκχαμ Β’, όσο και ο παππούς του, Χίραμ Μπίνγκχαμ Α’, ήταν προτεστάντες ιεραπόστολοι που εκχριστιάνιζαν τους ιθαγενείς της Μικρονησίας και μετέφραζαν στις ντόπιες γλώσσες τη Βίβλο και τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού.
Η οικογένεια επεφύλασσε μάλιστα για τον Χίραμ τον Νεότερο αντίστοιχο ρόλο, αν και ο ίδιος αηδίασε -όπως έγραφε- από την καθημερινή κατήχηση και προτιμούσε το αμερικανικό ποδόσφαιρο από την Αγία Γραφή. Χαρίζοντάς του ένα διάλειμμα από το αυστηρό χριστιανικό πλαίσιο, τον στέλνουν στην εφηβεία του (1892) να συνεχίσει το σχολείο στη Νέα Αγγλία, καθώς τα χρήματα δεν έλειπαν ποτέ από τους Μπίνγκχαμ.
Αφού τελειώσει το σχολείο σε πανάκριβο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο της Μασαχουσέτης, γίνεται δεκτός το 1894 στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, όπου και ερωτεύεται την ιστορία και μάλιστα την ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Αφού περάσει από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ για μεταπτυχιακές σπουδές (1900), γράφεται για το διδακτορικό του στο Χάρβαρντ, όταν και άρχισαν οι πατρικές φοβέρες να επιστρέψει στη Χαβάη για να γίνει ιεραπόστολος.
Δυστυχώς για τους γονείς του, που του έκοψαν εντωμεταξύ τη χρηματοδότηση, ο Μπίνγκχαμ πέφτει το 1900 πάνω στην Αλφρέντα Μίτσελ, ζάμπλουτη κληρονόμο των κοσμηματοπωλείων Tiffany (εγγονή του Τσαρλς Τίφανι), και πίσω δεν κοιτά! Με τα λεφτά της καλής του, ταξιδεύει σε όλη τη Νότια Αμερική και εξοικειώνεται με τους τοπικούς προκολομβιανούς πολιτισμούς που τόσο αγαπούσε, την ίδια ώρα που ολοκληρώνει απερίσπαστος τη διδακτορική του διατριβή το 1905.
Με τη Μίτσελ θα αποκτούσε εφτά γιους, έναν καθηγητή πανεπιστήμιου, έναν διπλωμάτη (Χίραμ Μπίνγκχαμ Δ’), έναν δικηγόρο, έναν γιατρό, έναν ιερωμένο, έναν καλλιτέχνη και έναν γερουσιαστή.
Στο Χάρβαρντ άρχισε να διδάσκει ιστορία και πολιτική και ήταν μάλιστα προστατευόμενος του Γούντρου Γουίλσον, λίγο πριν γίνει ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ! Ο Γουίλσον θα τον πάρει μαζί του στο Πρίνστον, το οποίο όμως «δεν προωθούσε τη λατινοαμερικάνικη ιστορία». Κι έτσι το 1907 μετακινείται στο Γέιλ και αναλαμβάνει πράγματι την έδρα της Ιστορίας της Λατινικής Αμερικής, ως ένας από τους πρώτους που δίδαξε στις ΗΠΑ τις έθιμα και τις παραδόσεις των νότιων γειτόνων τους.
Ο Μπίνγκχαμ έκανε πολλά για να εγκαθιδρύσει τον νέο ακαδημαϊκό τομέα και οι εργασίες του στον χώρο λογίζονται καινοτόμες και σωστοί πανεπιστημιακοί ογκόλιθοι. Αν και σύντομα το ενδιαφέρον του θα περνούσε από τα βιβλία στο πεδίο, με τις εξερευνήσεις να τον απασχολούν τώρα ολοένα και πιο πολύ. Όπως και οι γυναίκες φυσικά, καθώς ο πρώιμος αυτός Ιντιάνα ήταν μέγας καρδιοκατακτητής και όπως αποκαλύπτουν τα ημερολόγιά του, δεν έχανε τον καιρό του στα πολύμηνα ταξίδια του μακριά από τη σύζυγό του.
Όταν έμαθε βέβαια η Αλφρέντα για τις απιστίες του, τον χώρισε στη στιγμή, κι εκείνος το 1937 βρήκε μια νέα σύζυγο να βασανίζει…
Παρθενικές εξερευνήσεις
Η πρώτη του οργανωμένη αποστολή έλαβε χώρα το 1906, όταν θέλησε να ακολουθήσει τις διαδρομές του λαϊκού ήρωα Σιμόν Μπολιβάρ στη Βενεζουέλα και την Κολομβία εκεί στη δεκαετία του 1820.
Το 1909 επιδόθηκε σε νέα ταξίδια στη Νότια Αμερική, ακολουθώντας τώρα τα ιστορικά εμπορικά μονοπάτια των προκολομβιανών φυλών. Ένα τέτοιο θα τον φέρει από το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής ως τη Λίμα του Περού, όντας πια διαχρονικά ερωτευμένος με την κορδιλιέρα των Άνδεων και τα ερείπια των Ίνκας.
Μέχρι το 1911, θα έχει οργώσει Βραζιλία, Αργεντινή, Βολιβία, Χιλή και Περού…
Η μνημειώδης αποστολή
Ο επίκουρος καθηγητής του Γέιλ βρέθηκε στο Σαντιάγκο της Χιλής το 1908, ως απεσταλμένος των ΗΠΑ σε παναμερικανικό συνέδριο ιστορικών, και στον γυρισμό του μέσω Περού τον έπεισε ένας ντόπιος αξιωματούχος να επισκεφτεί τα ερείπια μιας προκολομβιανής πόλης.
Η όρεξη του Μπίνγκχαμ άνοιξε λοιπόν για ανεξερεύνητες πόλεις των Ίνκας και επιστρέφοντας στις ΗΠΑ έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη. Το 1911 ήταν έτοιμος να επιστρέψει στις Άνδεις με την αποστολή που οργάνωσε και χρηματοδότησε το πανεπιστήμιο ως Περουβιανή Αποστολή του Γέιλ.
Το καλοκαίρι του 1911 η αποστολή των εφτά νοματαίων κατέφτασε στις περουβιανές Άνδεις, όταν και άκουσε ο καθηγητής τις διηγήσεις των ντόπιων για μια «βασιλική πόλη» που κρυβόταν στα βουνά, ένα προπύργιο των πανίσχυρων άλλοτε Ίνκας. Στις 24 Ιουλίου 1911, ένας γηγενής οδηγός πήγε την αμερικανική αποστολή στα ερείπια των θερινών αυτοκρατορικών ανακτόρων, στο φοβερό Μάτσου Πίτσου, όπως έλεγαν οι ντόπιοι στη γλώσσα τους το «Παλιό Βουνό», το οποίο είχε ξεχαστεί απ’ όλους, εκτός φυσικά από τους λιγοστούς αυτόχθονες που κατοικούσαν στην κοιλάδα κάτω από τους πρόποδές του.
Ο νεαρός εξερευνητής είχε βρει τη «Χαμένη Πόλη» του, την οποία απαθανάτισε γλαφυρά στο μπεστ-σέλερ του «H χαμένη πόλη των Ίνκας»: «Εδώ κρυμμένες σε ένα φαράγγι εντυπωσιακής μεγαλοπρέπειας, προστατευμένες από τη φύση και το ανθρώπινο χέρι, οι Παρθένες του Ηλίου πέθαιναν μία προς μία χωρίς να αφήσουν απογόνους, πρόθυμους να αποκαλύψουν τη σημασία ή να εξηγήσουν το λόγο ύπαρξης των ερειπίων».
Η «Χαμένη Πόλη» δεν ήταν βέβαια αληθινή πόλη, καθώς λιγότεροι από 750 άνθρωποι ζούσαν άλλοτε εκεί και κατά την περίοδο των βροχών ο πληθυσμός μειωνόταν σε λίγες μόνο εκατοντάδες. Πιθανότατα επρόκειτο για τους υπηρέτες και τους καλλιτέχνες που συνόδευαν τη βασιλική οικογένεια αλλά και τους εκλεκτούς καλεσμένους τους.
O Μπίνγκχαμ δεν είχε πάντως ολότελα άδικο για τις θρησκευτικές πτυχές του Μάτσου Πίτσου, καθώς η χωροταξία του μνημείο είχε διευθετηθεί με βάση την κοσμολογία των Ίνκας. Κατοπινές έρευνες έφεραν στο φως κόκκαλα ζώων, τα οποία ενδέχεται να θυσιάζονταν σε θρησκευτικές τελετές. Παρά ταύτα, οι «Παρθένες του Θεού» του Μπίνγκχαμ δεν υπήρξαν ποτέ, αφού τα ανθρώπινα απομεινάρια που βρέθηκαν αργότερα ανήκαν τόσο σε αρσενικούς όσο και θηλυκούς σκελετούς.
Ο Μπίνγκχαμ επέστρεψε στο Περού το 1912 και το 1915 και μετέφερε χιλιάδες αντικείμενα στα υπόγεια του μουσείου του Γέιλ, αδιαφορώντας πλήρως για τις πολιτισμικές συνέπειες της πράξης του. Τώρα οι αποστολές του είχαν την πλήρη υποστήριξη τόσο του πανεπιστημίου και της αρχαιολογικής κοινότητας όσο και της Εθνικής Γεωγραφικής Υπηρεσίας.
Ο Μπίνγκχαμ αναζητούσε στο Περού την πραγματική «Χαμένη Πόλη» των Ίνκας, το τελευταίο καταφύγιο του πολιτισμού το 1530 από τους ισπανούς κονκισταδόρες, τη φημισμένη Βιλκαμπάμπα, την οποία συνάντησε ειρωνικά στο διάβα του αλλά απέτυχε να την αναγνωρίσει. Είδε ως πόλη το Μάτσου Πίτσου, που δεν ήταν, και θεώρησε αποσπασματικά ερείπια τη Βιλκαμπάμπα, που ήταν η πραγματική «Χαμένη Πόλη» των Ίνκας!
Κι αυτό γιατί δεν ήταν αρχαιολόγος, ούτε ήταν αποφασισμένος για σοβαρή και πολυετή αρχαιολογική ανασκαφή. Λειτουργούσε πιο πολύ ως τυχοδιώκτης ακαδημαϊκός που αποζητούσε εύκολα και ανέξοδα τρανές ανακαλύψεις. Το ένστικτό του τον έκανε πάντως να ακολουθήσει τις διηγήσεις των ντόπιων και να είναι ο μόνος της αποστολής που ενδιαφέρθηκε να ψάξει τα ερείπια του Παλιού Βουνού.
Ελάχιστοι μικροκαλλιεργητές ζούσαν εκεί γύρω και ένας από αυτούς, φιλόξενος καθώς ήταν, είπε στον μικρό του γιο να οδηγήσει τον Μπίνγκχαμ εκεί κοντά, που υπήρχε κάτι εντυπωσιακό, όπως του μετέφρασε ο ντόπιος οδηγός του. Σκαρφαλώνοντας στα κατσάβραχα για δύο ώρες, αντίκρισε ο Μπίνγκχαμ αυτό που τον θάμπωσε από την ομορφιά του.
Ο εξερευνητής ήταν σίγουρος ότι είχε ανακαλύψει τη Βιλκαμπάμπα και μέχρι να φύγει από τον κόσμο το πίστευε ακράδαντα. Επιστρέφοντας στα επόμενα χρόνια, τράβηξε χιλιάδες φωτογραφίες και έφτιαξε λεπτομερείς κατόψεις του μνημείου που έπαιρνε για πόλη. Άρπαξε όμως και χιλιάδες αντικείμενα από το Μάτσου Πίτσου, που θα εγκαινίαζαν στα χρόνια που θα έρχονταν τις πολύκροτες και ακανθώδεις μάχες μεταξύ Περού και ΗΠΑ για την επιστροφή των κειμηλίων.
Όταν ο Μπίνγκχαμ επέστρεψε για άλλη μια φορά το 1948 στο Μάτσου Πίτσου, για να εγκαινιάσει τον δρόμο που πήγαινε πια ως το μνημείο και έφερε το όνομά του, έμαθε ότι το αυτοκρατορικό φρούριο ενδέχεται να ήταν παλιότερο ακόμα και από τους Ίνκας, ακόμα παλιότερο και από την ίδια τη Βαβυλώνα δηλαδή (μπορεί να έστεκε εκεί εδώ και 60 αιώνες!).
Ο Μπίνγκχαμ δεν πρόλαβε να μάθει την αλήθεια: ότι δεν ήταν η Βιλκαμπάμπα, παρά ένα από τα εξοχικά ανάκτορα του αυτοκράτορα…
Κατοπινά χρόνια
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο περιπετειώδης ακαδημαϊκός ντύθηκε τη στρατιωτική στολή και έφτασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού της Εθνοφυλακής του Κονέκτικατ το 1916. Πιλότος έγινε το 1917 και μάλιστα ένας από τους πιο παθιασμένους πιονέρους της αεροπορίας, καλώντας τον στρατό να ρίξει ό,τι είχε και δεν είχε στο μέλλον της ανθρωπότητας και των πολέμων, όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος έστησε αυτό που θα γινόταν τελικά η Ακαδημία Στρατιωτικής Αεροναυτικής των ΗΠΑ! Στον αμερικανικό στρατό έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και βρέθηκε να διοικεί σχολή αεροπορίας ακόμα και στη Γαλλία.
Το νέο του μεγάλο ενδιαφέρον ήταν τώρα η πολιτική, για χάρη της οποίας παραιτήθηκε πρόθυμα από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα. Εκλέχτηκε τελικά κυβερνήτης του Κονέκτικατ τον Νοέμβριο του 1924 και γερουσιαστής αργότερα, υπηρετώντας δύο κυβερνητικές θητείες.
Τώρα ήταν απλώς γνωστός για τις θρυλικές του απιστίες, λάτρης καθώς ήταν διαχρονικά του ποδόγυρου, αλλά και για τα νέα καθήκοντα που ανέλαβε στη δεκαετία του 1950 σε μια αμφιλεγόμενη κυβερνητική επιτροπή του προέδρου Τρούμαν που «καρατομούσε» δημόσιους υπαλλήλους για κομμουνιστικές συμπάθειες.
Όλοι τον θυμούνταν όμως ως τον άνθρωπο που έφερε στο προσκήνιο το Μάτσου Πίτσου, παρά τη μικρή απήχηση που είχε ο ίδιος στην επιστημονική κοινότητα (ήταν κόκκινο πανί για την αρχαιολογική κοινότητα). Κρατήρας του φεγγαριού πήρε το όνομά του, ήρωας δράσης εμπνεύστηκε από αυτόν (ο Χάρι Στιλ στα σίγουρα) και έλαβε τιμές και επαίνους.
Δεν πρόλαβε φυσικά να δει την ανακάλυψη της αληθινής Βιλκαμπάμπα από τον αμερικανό εξερευνητή Gene Savoy το 1964, γι’ αυτό και επέμενε διαχρονικά ότι είχε βρει τη «Χαμένη Πόλη», κάτι που επιδείνωνε τη θέση του στον ακαδημαϊκό κόσμο. Οι νεότεροι τον ήξεραν απλώς ως «Ιπτάμενο Γερουσιαστή», όταν ο πρόεδρος Κούλιτζ τον έχρισε πρόεδρο ελεγκτικού μηχανισμού του Κογκρέσου για την αεροπορία.
Οικονομικό σκανδαλάκι θα κηλιδώσει την πολιτική του καριέρα το 1929 και το 1933 δεν θα εκλεγεί εκ νέου γερουσιαστής. Θα τον ξαναβρούμε στον Β’ Παγκόσμιο να δίνει διαλέξεις σε σχολές αεροπορίας των ΗΠΑ και το 1953, όπως είπαμε, πρόεδρο της διαβόητης αντικομμουνιστικής επιτροπής Civil Service Commission Loyalty Review Board.
Όταν πέθανε στις 6 Ιουνίου 1956 στην οικία του στην Ουάσιγκτον και πριν ενταφιαστεί με τιμές στο Εθνικό Κοιμητήριο του Άρλινγκτον, έγραψαν για τον 81χρονο εκλιπόντα πως «είχε καταφέρει να στριμώξει πολλές καριέρες σε μια ζωή, εκεί που μόνο μία θα ήταν αρκετή για μια ζωή». Το Μάτσου Πίτσου και μόνο, αρκούσε να τον κάνει λαϊκό ήρωα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου